Anonymous

ἐλευθέριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>I. 1</b> qui parle <i>ou</i> agit comme un homme libre, qui a les sentiments d'un homme libre, libéral, généreux ; d'aspect noble <i>en parl. de l'extérieur de certains animaux</i>;<br /><b>2</b> qui convient à un homme libre, libéral : ἐλευθέριοι διατριβαί PLUT les études libérales ; τὸ ἐλευθέριον XÉN le caractère <i>ou</i> les habitudes qui conviennent à un homme libre ; ἐλευθέριοι τέχναι les arts libéraux;<br /><b>II.</b> libérateur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλεύθερος]].
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>I. 1</b> qui parle <i>ou</i> agit comme un homme libre, qui a les sentiments d'un homme libre, libéral, généreux ; d'aspect noble <i>en parl. de l'extérieur de certains animaux</i>;<br /><b>2</b> qui convient à un homme libre, libéral : ἐλευθέριοι διατριβαί PLUT les études libérales ; τὸ ἐλευθέριον XÉN le caractère <i>ou</i> les habitudes qui conviennent à un homme libre ; ἐλευθέριοι τέχναι les arts libéraux;<br /><b>II.</b> libérateur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλεύθερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλευθέριος:''' 2, редко 3<br /><b class="num">1)</b> [[достойный быть свободным человеком]], [[свободный]], [[вольный]], [[независимый]] (οἱ ἐν ταῖς πόλεσι προστατεύοντες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[достойный свободного гражданина]], [[свободный]], [[благородный]] ([[ἐπιστήμη]] Plat., Arst.; τέχναι, διατριβαί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (о животных), [[благородный]] ([[ἵππος]] Xen.; ζῷα [[ἐλευθέρια]] καὶ εὐγενῆ Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[великодушный]], [[щедрый]], [[бескорыстный]] (εἰς χρήματα Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[несущий освобождение]], [[освобождающий]], [[избавляющий]] ([[Ζεύς]] Pind., Her., Thuc., Luc.; σωτὴρ καὶ ἐ. [[θεός]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλευθέριος:''' -α ή -ος, -α, -ον· <b>I. 1. α)</b> αυτός που μιλά ή ενεργεί ως [[ελεύθερος]] [[άνθρωπος]], που έχει ελεύθερο [[πνεύμα]], ελεύθερη [[βούληση]], [[ελεύθερος]] στους τρόπους, συγγενές προς το [[ἐλεύθερος]], όπως το Λατ. [[liberalis]] προς το [[liber]], σε Πλάτ., Ξεν. <b>β)</b> αυτός που δίνει [[κάτι]] απλόχερα, [[ανοιχτοχέρης]], [[μεγαλόψυχος]], [[γενναιόδωρος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ενασχολήσεις, αυτές που αρμόζουν, που πρέπουν σ' έναν ελεύθερο άνδρα, γενναίες, ευγενικές· τὸ ἐλευθέριον = [[ἐλευθεριότης]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[εμφάνιση]], αβρή, ευγενική, αριστοκρατική, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἐλευθέριος, Δίας ο Ελευθερωτής, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐλευθέριος:''' -α ή -ος, -α, -ον· <b>I. 1. α)</b> αυτός που μιλά ή ενεργεί ως [[ελεύθερος]] [[άνθρωπος]], που έχει ελεύθερο [[πνεύμα]], ελεύθερη [[βούληση]], [[ελεύθερος]] στους τρόπους, συγγενές προς το [[ἐλεύθερος]], όπως το Λατ. [[liberalis]] προς το [[liber]], σε Πλάτ., Ξεν. <b>β)</b> αυτός που δίνει [[κάτι]] απλόχερα, [[ανοιχτοχέρης]], [[μεγαλόψυχος]], [[γενναιόδωρος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ενασχολήσεις, αυτές που αρμόζουν, που πρέπουν σ' έναν ελεύθερο άνδρα, γενναίες, ευγενικές· τὸ ἐλευθέριον = [[ἐλευθεριότης]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[εμφάνιση]], αβρή, ευγενική, αριστοκρατική, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἐλευθέριος, Δίας ο Ελευθερωτής, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλευθέριος:''' 2, редко 3<br /><b class="num">1)</b> [[достойный быть свободным человеком]], [[свободный]], [[вольный]], [[независимый]] (οἱ ἐν ταῖς πόλεσι προστατεύοντες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[достойный свободного гражданина]], [[свободный]], [[благородный]] ([[ἐπιστήμη]] Plat., Arst.; τέχναι, διατριβαί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (о животных), [[благородный]] ([[ἵππος]] Xen.; ζῷα [[ἐλευθέρια]] καὶ εὐγενῆ Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[великодушный]], [[щедрый]], [[бескорыстный]] (εἰς χρήματα Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[несущий освобождение]], [[освобождающий]], [[избавляющий]] ([[Ζεύς]] Pind., Her., Thuc., Luc.; σωτὴρ καὶ ἐ. [[θεός]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj