Anonymous

ἐμπάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />s'attacher à, prendre soin de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πήγνυμι]].
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />s'attacher à, prendre soin de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πήγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπάζομαι:''' (только praes. и impf.) обращать внимание: ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων Hom. слушай внимательно мои слова; οὐκ ἐ. θεοπροπίης Hom. не придавать никакого значения прорицанию.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπάζομαι:''' (πιθ. από το [[ἔμπαιος]]), αποθ., μόνο σε ενεστ., [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]], [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]], [[ενδιαφέρομαι]] για [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ.· [[άπαξ]] (σε [[μία]] [[περίπτωση]] μόνο), με αιτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐμπάζομαι:''' (πιθ. από το [[ἔμπαιος]]), αποθ., μόνο σε ενεστ., [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]], [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]], [[ενδιαφέρομαι]] για [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ.· [[άπαξ]] (σε [[μία]] [[περίπτωση]] μόνο), με αιτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπάζομαι:''' (только praes. и impf.) обращать внимание: ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων Hom. слушай внимательно мои слова; οὐκ ἐ. θεοπροπίης Hom. не придавать никакого значения прорицанию.
}}
}}
{{etym
{{etym