Anonymous

ἐξεργαστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à exécuter;<br /><i>Sp.</i> ἐξεργαστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξεργάζομαι]].
|btext=ή, όν :<br />propre à exécuter;<br /><i>Sp.</i> ἐξεργαστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξεργάζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεργαστικός:''' [[способный совершить или довести до конца]] (τολμηρὸς καὶ τοῦ προτεθέντος ἐ. Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὶ ἐξεργαστικώτατοι Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξεργαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[ικανός]] να κατορθώσει [[κάτι]], <i>τινος</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐξεργαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[ικανός]] να κατορθώσει [[κάτι]], <i>τινος</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεργαστικός:''' [[способный совершить или довести до конца]] (τολμηρὸς καὶ τοῦ προτεθέντος ἐ. Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὶ ἐξεργαστικώτατοι Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐξεργαστικός]], ή, όν [from [[ἐξεργάζομαι]] <i>adj</i><br />[[able]] to [[accomplish]], τινος Xen.
|mdlsjtxt=[[ἐξεργαστικός]], ή, όν [from [[ἐξεργάζομαι]] <i>adj</i><br />[[able]] to [[accomplish]], τινος Xen.
}}
}}