Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιχειρηματικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1003.png Seite 1003]] ή, όν, zur Schlußfolge gehörig, λόγοι, Arist. memor. 2 u. Sp.; geschickt in künstlichen Schlüssen, Rhett. – Auch adv., Aristid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1003.png Seite 1003]] ή, όν, zur Schlußfolge gehörig, λόγοι, Arist. memor. 2 u. Sp.; geschickt in künstlichen Schlüssen, Rhett. – Auch adv., Aristid.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχειρημᾰτικός:''' [[касающийся умозаключения]], [[доказательственный]] (λόγοι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιχειρηματικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διεύθυνση]] και [[διαχείριση]] επιχειρήσεων («ο [[επιχειρηματικός]] [[κόσμος]] της χώρας», «επιχειρηματική [[δραστηριότητα]], [[κίνηση]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διευθύνει [[επιχείρηση]] («επιχειρηματική [[ικανότητα]], επιχειρηματικό [[μυαλό]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «επιχειρηματικές ενώσεις» — οικονομικοί συνασπισμοί ή συνεταιρισμοί επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει λογικά επιχειρήματα, [[διαλεκτικός]] («[[ἐπιχειρηματικός]] [[λόγος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιχείρημα]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] μπορεί να θεωρηθεί και παράγωγο του [[επιχειρηματίας]]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιχειρηματικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διεύθυνση]] και [[διαχείριση]] επιχειρήσεων («ο [[επιχειρηματικός]] [[κόσμος]] της χώρας», «επιχειρηματική [[δραστηριότητα]], [[κίνηση]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διευθύνει [[επιχείρηση]] («επιχειρηματική [[ικανότητα]], επιχειρηματικό [[μυαλό]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «επιχειρηματικές ενώσεις» — οικονομικοί συνασπισμοί ή συνεταιρισμοί επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει λογικά επιχειρήματα, [[διαλεκτικός]] («[[ἐπιχειρηματικός]] [[λόγος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιχείρημα]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] μπορεί να θεωρηθεί και παράγωγο του [[επιχειρηματίας]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχειρημᾰτικός:''' [[касающийся умозаключения]], [[доказательственный]] (λόγοι Arst.).
}}
}}