Anonymous

ἐσωτερικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de l'intérieur, <i>càd</i> de l'intimité, réservé aux seuls adeptes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐσώτερος]].
|btext=ή, όν :<br />de l'intérieur, <i>càd</i> de l'intimité, réservé aux seuls adeptes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐσώτερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσωτερικός:''' [compar. к [[ἔσω]] досл. внутренний, перен. эсотерический, сокровенный, предназначенный только для посвященных Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐσωτερικός]], -ή, -όν) [[εσώτερος]]<br />αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει [[μέσα]] σε [[κάτι]] (α. «ἐσωτερικὸν [[ἔνδυμα]]» β. «εσωτερική [[διακόσμηση]] του σπιτιού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εσωτερικό</i><br />α) το [[μέσα]] [[μέρος]] ή η [[μέσα]] όψη ενός πράγματος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το εξωτερικό [[μέρος]] ή την εξωτερική όψη (i. «το εσωτερικό του σπιτιού»<br />ii. «το εσωτερικό του δέρματος»)<br />β) η [[χώρα]] στην οποία παραμένει [[κάποιος]] ως [[πολίτης]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις άλλες χώρες, δηλ. [[προς]] το εξωτερικό, η ημεδαπή, η [[χώρα]] μας, η [[πατρίδα]] μας («το μεγαλύτερο [[μέρος]] της ελληνικής παραγωγής καταναλίσκεται στο εσωτερικό»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[εσωτερικός]], <i>η εσωτερική</i><br />[[μαθητής]] ή [[μαθήτρια]] που τρέφεται και διαμένει στο [[οικοτροφείο]] ενός σχολείου, [[οικότροφος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) (για [[φάρμακο]]) «εσωτερική [[χρήση]]» — [[φράση]] που αναγράφεται στην [[ετικέτα]] φιαλιδίου το οποίο περιέχει [[φάρμακο]] που λαμβάνεται εσωτερικά, με [[πόση]]<br />β) «εσωτερική [[παθολογία]]» — η [[παθολογία]] που ασχολείται με τις νόσους τών εσωτερικών οργάνων του σώματος<br />γ) «[[υπουργείο]] Εσωτερικών (ενν. <i>υποθέσεων</i>)» — το [[υπουργείο]] το οποίο ρυθμίζει τις εσωτερικές υποθέσεις (δηλ. αυτές που αφορούν τον πολίτη και τη [[διοίκηση]] και όχι τα [[ξένα]] κράτη)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐσωτερικά</i><br />οι διδασκαλίες τών Στωικών<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐσωτερικοί</i><br />οι μαθητές του Πυθαγόρα<br /><b>3.</b> λέγεται αναφορικά [[προς]] τη διττή [[διδασκαλία]] του Αριστοτέλη («μέμνησο τὸν μὲν ἐξωτερικόν, τὸν δὲ ἐσωτερικὸν καλεῖν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <b>(ρητ.)</b> «ἐσωτερικοὶ ἢ ἔντεχνοι τόποι» — [[υποδιαίρεση]] τών καθ' ύλην επιχειρημάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εσωτερικώς</i> και -<i>ά</i><br />από [[μέσα]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐσωτερικός]], -ή, -όν) [[εσώτερος]]<br />αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει [[μέσα]] σε [[κάτι]] (α. «ἐσωτερικὸν [[ἔνδυμα]]» β. «εσωτερική [[διακόσμηση]] του σπιτιού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εσωτερικό</i><br />α) το [[μέσα]] [[μέρος]] ή η [[μέσα]] όψη ενός πράγματος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το εξωτερικό [[μέρος]] ή την εξωτερική όψη (i. «το εσωτερικό του σπιτιού»<br />ii. «το εσωτερικό του δέρματος»)<br />β) η [[χώρα]] στην οποία παραμένει [[κάποιος]] ως [[πολίτης]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις άλλες χώρες, δηλ. [[προς]] το εξωτερικό, η ημεδαπή, η [[χώρα]] μας, η [[πατρίδα]] μας («το μεγαλύτερο [[μέρος]] της ελληνικής παραγωγής καταναλίσκεται στο εσωτερικό»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[εσωτερικός]], <i>η εσωτερική</i><br />[[μαθητής]] ή [[μαθήτρια]] που τρέφεται και διαμένει στο [[οικοτροφείο]] ενός σχολείου, [[οικότροφος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) (για [[φάρμακο]]) «εσωτερική [[χρήση]]» — [[φράση]] που αναγράφεται στην [[ετικέτα]] φιαλιδίου το οποίο περιέχει [[φάρμακο]] που λαμβάνεται εσωτερικά, με [[πόση]]<br />β) «εσωτερική [[παθολογία]]» — η [[παθολογία]] που ασχολείται με τις νόσους τών εσωτερικών οργάνων του σώματος<br />γ) «[[υπουργείο]] Εσωτερικών (ενν. <i>υποθέσεων</i>)» — το [[υπουργείο]] το οποίο ρυθμίζει τις εσωτερικές υποθέσεις (δηλ. αυτές που αφορούν τον πολίτη και τη [[διοίκηση]] και όχι τα [[ξένα]] κράτη)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐσωτερικά</i><br />οι διδασκαλίες τών Στωικών<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐσωτερικοί</i><br />οι μαθητές του Πυθαγόρα<br /><b>3.</b> λέγεται αναφορικά [[προς]] τη διττή [[διδασκαλία]] του Αριστοτέλη («μέμνησο τὸν μὲν ἐξωτερικόν, τὸν δὲ ἐσωτερικὸν καλεῖν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <b>(ρητ.)</b> «ἐσωτερικοὶ ἢ ἔντεχνοι τόποι» — [[υποδιαίρεση]] τών καθ' ύλην επιχειρημάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εσωτερικώς</i> και -<i>ά</i><br />από [[μέσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσωτερικός:''' [compar. к [[ἔσω]] досл. внутренний, перен. эсотерический, сокровенный, предназначенный только для посвященных Luc.
}}
}}