3,277,121
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=esoterikos | |Transliteration C=esoterikos | ||
|Beta Code=e)swteriko/s | |Beta Code=e)swteriko/s | ||
|Definition=ή, όν, <b class=" | |Definition=ή, όν, [[inner]], [[esoteric]]: [[ἐσωτερικά]], τά, of certain Stoic [[doctrine]]s, Gal.5.313; ἐσωτερικὰ μαθήματα Iamb.''Comm.Math.''18; of persons, [[ἐσωτερικοί]], οἱ, the [[disciples of Pythagoras]], Id.''VP''17.72; μέμνησο τὸν μὲν ἐσωτερικόν, τὸν δὲ ἐξωτερικὸν καλεῖν (of [[Aristotle]]), Luc.''Vit.Auct.''26. (Prob. coined to correspond with [[ἐξωτερικός]] ([[quod vide|q.v.]]).) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=εἰσωτερικός, εἰσωτερική, εἰσωτερικόν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> más frec. [[ἐσωτερικός]]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[secreto]], [[esotérico]] λόγοι Origenes <i>Cels</i>.1.7, cf. 3.37, Didym.<i>in Eccl</i>.7.25, μύησις Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.316, cf. M.46.133B, μαθήματα Iambl.<i>Comm.Math</i>.18<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἐσωτερικοί (<i>[[sc.]]</i> λόγοι) [[doctrinas secretas]] Gal.5.313, cf. Didym.<i>in Eccl</i>.10.2, Origenes <i>Io</i>.10.18.107<br /><b class="num">•</b>[[esotérico]], [[iniciado]] de los admitidos a recibir las enseñanzas de Pitágoras, Iambl.<i>VP</i> 72, Hippol.<i>Haer</i>.1.2.4.<br /><b class="num">2</b> [[interno]], [[no público]] ref. los escritos de Aristóteles op. ἐξωτερικός: μέμνησο τὸ μὲν ἐξωτερικόν, τὸ δὲ ἐ. καλεῖν Luc.<i>Vit.Auct</i>.26, cf. Procl.<i>in Prm</i>.1024, λέγουσι ... οἱ Ἀριστοτέλους τὰ μὲν ἐσωτερικὰ εἶναι Clem.Al.<i>Strom</i>.5.9.58.<br /><b class="num">II</b> adv. [[εἰσωτερικῶς]]<br /><b class="num">1</b> [[en sentido oculto o esotérico]] τοῦτο ... εἰ. ... ἐκλαβεῖν [[δεῖ]] Didym.<i>in Ps</i>.69.4, cf. <i>in Zach</i>.3.259.<br /><b class="num">2</b> [[en su fuero interno]], [[interiormente]], [[εἰσωτερικῶς]] νοοῦντες Didym.<i>in Zach</i>.2.206. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐσωτερικός]], -ή, -όν) [[εσώτερος]]<br />αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει [[μέσα]] σε [[κάτι]] (α. «ἐσωτερικὸν [[ἔνδυμα]]» β. «εσωτερική [[διακόσμηση]] του σπιτιού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εσωτερικό</i><br />α) το [[μέσα]] [[μέρος]] ή η [[μέσα]] όψη ενός πράγματος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το εξωτερικό [[μέρος]] ή την εξωτερική όψη (i. «το εσωτερικό του σπιτιού»<br />ii. «το εσωτερικό του δέρματος»)<br />β) η [[χώρα]] στην οποία παραμένει [[κάποιος]] ως [[πολίτης]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις άλλες χώρες, δηλ. [[προς]] το εξωτερικό, η ημεδαπή, η [[χώρα]] μας, η [[πατρίδα]] μας («το μεγαλύτερο [[μέρος]] της ελληνικής παραγωγής καταναλίσκεται στο εσωτερικό»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[εσωτερικός]], <i>η εσωτερική</i><br />[[μαθητής]] ή [[μαθήτρια]] που τρέφεται και διαμένει στο [[οικοτροφείο]] ενός σχολείου, [[οικότροφος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) (για [[φάρμακο]]) «εσωτερική [[χρήση]]» — [[φράση]] που αναγράφεται στην [[ετικέτα]] φιαλιδίου το οποίο περιέχει [[φάρμακο]] που λαμβάνεται εσωτερικά, με [[πόση]]<br />β) «εσωτερική [[παθολογία]]» — η [[παθολογία]] που ασχολείται με τις νόσους τών εσωτερικών οργάνων του σώματος<br />γ) «[[υπουργείο]] Εσωτερικών (ενν. <i>υποθέσεων</i>)» — το [[υπουργείο]] το οποίο ρυθμίζει τις εσωτερικές υποθέσεις (δηλ. αυτές που αφορούν τον πολίτη και τη [[διοίκηση]] και όχι τα [[ξένα]] κράτη)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐσωτερικά</i><br />οι διδασκαλίες τών Στωικών<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐσωτερικοί</i><br />οι μαθητές του Πυθαγόρα<br /><b>3.</b> λέγεται αναφορικά [[προς]] τη διττή [[διδασκαλία]] του Αριστοτέλη («μέμνησο τὸν μὲν ἐξωτερικόν, τὸν δὲ ἐσωτερικὸν καλεῖν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <b>(ρητ.)</b> «ἐσωτερικοὶ ἢ ἔντεχνοι τόποι» — [[υποδιαίρεση]] τών καθ' ύλην επιχειρημάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εσωτερικώς</i> και -<i>ά</i><br />από [[μέσα]]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐσωτερικός]], -ή, -όν) [[εσώτερος]]<br />αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει [[μέσα]] σε [[κάτι]] (α. «ἐσωτερικὸν [[ἔνδυμα]]» β. «εσωτερική [[διακόσμηση]] του σπιτιού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εσωτερικό</i><br />α) το [[μέσα]] [[μέρος]] ή η [[μέσα]] όψη ενός πράγματος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το εξωτερικό [[μέρος]] ή την εξωτερική όψη (i. «το εσωτερικό του σπιτιού»<br />ii. «το εσωτερικό του δέρματος»)<br />β) η [[χώρα]] στην οποία παραμένει [[κάποιος]] ως [[πολίτης]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις άλλες χώρες, δηλ. [[προς]] το εξωτερικό, η ημεδαπή, η [[χώρα]] μας, η [[πατρίδα]] μας («το μεγαλύτερο [[μέρος]] της ελληνικής παραγωγής καταναλίσκεται στο εσωτερικό»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[εσωτερικός]], <i>η εσωτερική</i><br />[[μαθητής]] ή [[μαθήτρια]] που τρέφεται και διαμένει στο [[οικοτροφείο]] ενός σχολείου, [[οικότροφος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) (για [[φάρμακο]]) «εσωτερική [[χρήση]]» — [[φράση]] που αναγράφεται στην [[ετικέτα]] φιαλιδίου το οποίο περιέχει [[φάρμακο]] που λαμβάνεται εσωτερικά, με [[πόση]]<br />β) «εσωτερική [[παθολογία]]» — η [[παθολογία]] που ασχολείται με τις νόσους τών εσωτερικών οργάνων του σώματος<br />γ) «[[υπουργείο]] Εσωτερικών (ενν. <i>υποθέσεων</i>)» — το [[υπουργείο]] το οποίο ρυθμίζει τις εσωτερικές υποθέσεις (δηλ. αυτές που αφορούν τον πολίτη και τη [[διοίκηση]] και όχι τα [[ξένα]] κράτη)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐσωτερικά</i><br />οι διδασκαλίες τών Στωικών<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐσωτερικοί</i><br />οι μαθητές του Πυθαγόρα<br /><b>3.</b> λέγεται αναφορικά [[προς]] τη διττή [[διδασκαλία]] του Αριστοτέλη («μέμνησο τὸν μὲν ἐξωτερικόν, τὸν δὲ ἐσωτερικὸν καλεῖν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <b>(ρητ.)</b> «ἐσωτερικοὶ ἢ ἔντεχνοι τόποι» — [[υποδιαίρεση]] τών καθ' ύλην επιχειρημάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εσωτερικώς</i> και -<i>ά</i><br />από [[μέσα]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[esoteric]]=== | |||
Afrikaans: geheimsinnig; Bulgarian: езотеричен; Catalan: esotèric; Chinese Mandarin: 深晦; Czech: esoterický; Danish: esoterisk; Dutch: [[esoterisch]]; Finnish: esoteerinen; French: [[ésotérique]]; Friulian: esoteric; German: [[esoterisch]]; Greek: [[εσωτερικός]]; Ancient Greek: [[ἐσωτερικός]]; Hungarian: ezoterikus; Icelandic: heimullegur; Italian: [[esoterico]]; Japanese: 秘儀の, 奥義の; Lithuanian: ezoterinis; Macedonian: езотеричен; Norwegian: esoterisk; Persian: خواصفهم, غامض; Polish: ezoteryczny, tajemny; Portuguese: [[esotérico]]; Romanian: ezoteric; Russian: [[эзотерический]]; Serbo-Croatian Cyrillic: езотѐричан; Roman: ezotèričan; Spanish: [[esotérico]]; Swedish: esoterisk; Turkish: ezoterik, içrek, bâtınî | |||
===[[inner]]=== | |||
Arabic: داخلى; Armenian: ներքին; Belarusian: унутраны; Bulgarian: вътрешен; Catalan: interior; Czech: vnitřní; Dutch: [[binnen-]], [[binnenste]]; Esperanto: ena; Even: дог; Evenki: догу; Finnish: sisäpuolinen, sisä-; sisempi; French: [[intérieur]]; Georgian: შიდა; German: [[inner]]; Gothic: 𐌹𐌽𐌽𐌿𐌼𐌰; Greek: [[εσωτερικός]]; Ancient Greek: [[ἐσωτερικός]]; Hungarian: belső, benti; Italian: [[interno]]; Kurdish Northern Kurdish: navî; Latin: [[penitus]]; Manchu: ᡩᠣᡵᡤᡳ; Mongolian: дотоод; Nanai: довой; Polish: wewnętrzny; Portuguese: [[interno]], [[interior]]; Romanian: intern, interior, lăuntric; Russian: [[внутренний]]; Spanish: [[interior]]; Swedish: inre; Telugu: లోపలి; Turkish: iç; Ukrainian: внутрішній | |||
}} | }} |