Anonymous

ἑστιάτωρ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορός (ὁ) :<br />celui qui donne un repas comme maître de maison.<br />'''Étymologie:''' [[ἑστιάω]].
|btext=ορός (ὁ) :<br />celui qui donne un repas comme maître de maison.<br />'''Étymologie:''' [[ἑστιάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑστιάτωρ:''' ορος (ᾱ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[устроитель званого обеда]], [[хозяин]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[устроитель обеда для членов своей филы]] (см. [[ἑστίασις]]<br /><b class="num">2)</b> Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑστιάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που παραθέτει [[συμπόσιο]], [[οικοδεσπότης]], αυτός που προσκαλεί σε [[γεύμα]] ή [[δείπνο]], αυτός που φιλοξενεί, σε Πλάτ.· στην Αθήνα, ο [[πολίτης]] που ήταν [[σειρά]] του να παραθέσει [[δείπνο]] στη [[φυλή]] του, σε Δημ.
|lsmtext='''ἑστιάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που παραθέτει [[συμπόσιο]], [[οικοδεσπότης]], αυτός που προσκαλεί σε [[γεύμα]] ή [[δείπνο]], αυτός που φιλοξενεί, σε Πλάτ.· στην Αθήνα, ο [[πολίτης]] που ήταν [[σειρά]] του να παραθέσει [[δείπνο]] στη [[φυλή]] του, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑστιάτωρ:''' ορος (ᾱ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[устроитель званого обеда]], [[хозяин]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[устроитель обеда для членов своей филы]] (см. [[ἑστίασις]]<br /><b class="num">2)</b> Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj