ἑστιάτωρ
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
English (LSJ)
-ορος, ὁ,
A one who gives a banquet, host, Pl.R. 421b, Ti.17a, Charond. ap. Stob.4.2.24, Ph.2.70, Them.Or.24.301a.
2 at Athens, the citizen on whom the liturgy of ἑστίασις (q.v.) fell, D.20.21,39.7.
b at Delphi, manager of the commissariat at the Pythais, SIG711 D217, al. (ii B. C.).
3 metaph., ἑ. τοῦ λόγου Philostr.VA6.10.
II guest, Posidon.9 J.
III ἱστιάτορες, οἱ, office-bearers of a religious association (ὀργεῶνες), IG 22.1259 (iv B. C.); = ἐσσῆνες (A) 1, at Ephesus, Paus.8.13.1.
French (Bailly abrégé)
ορός (ὁ) :
celui qui donne un repas comme maître de maison.
Étymologie: ἑστιάω.
German (Pape)
[ᾱ], ὁ, der bewirtet, einen Schmaus gibt, der Wirt, Gegensatz δαιτυμών, Plat. Tim. zu Anf., Rep. IV.421b und Folgde. Bes. in Athen derjenige, der die Speisung der Stammgenossen als eine Liturgie übernommen hat; vgl. Dem. Lept. 21; s. Böckh Staatshaush. I S. 498. – Posidon. bei Ath. XII.540c braucht es = Gast.
Russian (Dvoretsky)
ἑστιάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ
1 устроитель званого обеда, хозяин Plat.;
2 устроитель обеда для членов своей филы (см. ἑστίασις
2 Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἑστιάτωρ: ᾱ, ορος, ὁ, ὁ ἑστιῶν τινα, ὁ φιλεύων ἤ φιλοξενῶν τινα, Πλάτ. Πολ. 421Β, Τίμ. ἐν ἀρχῇ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑστιάτωρ· ὁ δειπνίζων, ὁ εἰς εὐφροσύνην καί εὐωχίαν καλῶν, ἤγουν τροφεύς». 2) ἐν Ἀθήναις, ὁ τράπεζαν παρατιθείς τοῖς ἑαυτοῦ συμφυλέταις, «εἱστίων (δέ) τάς φυλάς οἱ μέν ἐθελονταί οἱ δέ κληρωτοί» (Ἁρποκρ.) Δημ. 463. 15., 996, 24· πρβλ. ἑστίασις, ἑστιάω. 3) μεταφ. ὁ ἐξαπατῶν Θεμίστ. 301Α. ΙΙ. ὁ ἑστιώμενος, φιλευόμενος ἕκαστος ἀπέφερε τῶν ἑστιατόρων ὁλομελῆ κρέα χερσαίων τε καί πτηνῶν καί θαλαττίων ζῴων Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 540C.
Greek Monotonic
ἑστιάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που παραθέτει συμπόσιο, οικοδεσπότης, αυτός που προσκαλεί σε γεύμα ή δείπνο, αυτός που φιλοξενεί, σε Πλάτ.· στην Αθήνα, ο πολίτης που ήταν σειρά του να παραθέσει δείπνο στη φυλή του, σε Δημ.
Middle Liddell
ἑστιά¯τωρ, ορος, [from ἑστιάω
one who gives a banquet, a host, Plat.:—at Athens, the citizen whose turn it was to give a dinner to his tribe, Dem.