Anonymous

ἔκσπονδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />exclu d’un traité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[σπονδή]].
|btext=ος, ον :<br />exclu d’un traité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[σπονδή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκσπονδος:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. ἔ. τῶν συνθηκῶν Polyb.) исключенный из союзного договора Thuc., Xen., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[противоречащий договору]], [[вероломный]] (ἔ. καὶ [[ἀκατάγγελτος]] [[πόλεμος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), = [[ἔξω]] [[τῶν]] σπονδῶν, αυτός που δεν περιλαμβάνεται στις σπονδές, που έχει αποκλεισθεί, που έχει εξαιρεθεί από αυτές, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἔκσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), = [[ἔξω]] [[τῶν]] σπονδῶν, αυτός που δεν περιλαμβάνεται στις σπονδές, που έχει αποκλεισθεί, που έχει εξαιρεθεί από αυτές, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκσπονδος:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. ἔ. τῶν συνθηκῶν Polyb.) исключенный из союзного договора Thuc., Xen., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[противоречащий договору]], [[вероломный]] (ἔ. καὶ [[ἀκατάγγελτος]] [[πόλεμος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj