3,273,797
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> effrayant, terrible ; <i>adv.</i> • ἔκπαγλον IL, • ἔκπαγλα IL terriblement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> étonnant, merveilleux, extraordinaire ; <i>adv.</i> • ἔκπαγλα merveilleusement.<br />'''Étymologie:''' par métath. p. *ἔκπλαγος, de [[ἐκπλήσσω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> effrayant, terrible ; <i>adv.</i> • ἔκπαγλον IL, • ἔκπαγλα IL terriblement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> étonnant, merveilleux, extraordinaire ; <i>adv.</i> • ἔκπαγλα merveilleusement.<br />'''Étymologie:''' par métath. p. *ἔκπλαγος, de [[ἐκπλήσσω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔκπαγλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[страшный]], [[ужасный]], [[грозный]] ([[πολεμιστής]], [[χειμών]], ἔπεα Hom.; sc. γένους χαλκείου ἄνθρωποι Hes.; [[τέρας]] Aesch.; ἄχθη Soph.; [[ὅπλα]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[поразительный]], [[изумительный]] (ἐν πόνοις Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔκπαγλος:''' -ον, μετάθ. αντί <i>ἔκπλαγος</i> (από το [[ἐκπλήσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φρικτός]], [[φοβερός]], λέγεται για πρόσωπα· υπερθ. <i>ἐκπαγλότατος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> επίρρ., φοβερά, σφοδρά, βίαια, υπερβολικά, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. ως επίρρ., <i>ἔκπαγλον</i> και <i>ἔκπαγλα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στους μεταγεν. ποιητές, [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. <i>ἔκπαγλα</i>, θαυμάσια, φοβερά, στον ίδ. | |lsmtext='''ἔκπαγλος:''' -ον, μετάθ. αντί <i>ἔκπλαγος</i> (από το [[ἐκπλήσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φρικτός]], [[φοβερός]], λέγεται για πρόσωπα· υπερθ. <i>ἐκπαγλότατος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> επίρρ., φοβερά, σφοδρά, βίαια, υπερβολικά, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. ως επίρρ., <i>ἔκπαγλον</i> και <i>ἔκπαγλα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στους μεταγεν. ποιητές, [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. <i>ἔκπαγλα</i>, θαυμάσια, φοβερά, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |