Anonymous

ἔκπαγλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0771.png Seite 771]] (durch Metathesis aus [[ἐκπλήσσω]]), Entsetzen erregend, erschrecklich, entsetzlich; von furchtbaren Kriegshelden, καὶ [[θαρσαλέος]] [[πολεμιστής]] Il. 21, 489; πάντων ἐκπαγλότατ' ἀνδρῶν 1, 146, wie Hes. O. 153; Pind. P. 4, 79; σθένει I. 6, 22; ἐν πόνοις 5, 21; von Sachen, wie [[χειμών]], fürchterliches Ungewitter, Od. 14, 522; ἔπεα, Schreckwort, 8, 77, wie [[ἐνιπή]] 10, 448; [[τέρας]], κακόν, Aesch. Ch. 541 Ag. 836; δείπνων ἄχθη Soph. El. 197. In Prosa ὅπλα ἐκπαγλότατα Xen. Hier. 11. 3. – Adv. [[ἐκπάγλως]], ἀπόλεσσαν Il. 1, 268; ὠδύσατο Od. 5, 340; ἐθέλειν, d. i. gar sehr, Il. 2, 357, wie auch ἔκπαγλον, z. B. ἀεικιῶ σε Od. 22, 256; ἐπεύξατο Il. 13, 413; γαυριᾶν Callim. Del. 247; ἔκπαγλα φιλεῖν, erschrecklich lieben, Il. 3, 415. 5, 424 u. a. D.; Soph. O. C. 720, ch.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0771.png Seite 771]] (durch Metathesis aus [[ἐκπλήσσω]]), Entsetzen erregend, erschrecklich, entsetzlich; von furchtbaren Kriegshelden, καὶ [[θαρσαλέος]] [[πολεμιστής]] Il. 21, 489; πάντων ἐκπαγλότατ' ἀνδρῶν 1, 146, wie Hes. O. 153; Pind. P. 4, 79; σθένει I. 6, 22; ἐν πόνοις 5, 21; von Sachen, wie [[χειμών]], fürchterliches Ungewitter, Od. 14, 522; ἔπεα, Schreckwort, 8, 77, wie [[ἐνιπή]] 10, 448; [[τέρας]], κακόν, Aesch. Ch. 541 Ag. 836; δείπνων ἄχθη Soph. El. 197. In Prosa ὅπλα ἐκπαγλότατα Xen. Hier. 11. 3. – Adv. [[ἐκπάγλως]], ἀπόλεσσαν Il. 1, 268; ὠδύσατο Od. 5, 340; ἐθέλειν, d. i. gar sehr, Il. 2, 357, wie auch ἔκπαγλον, z. B. ἀεικιῶ σε Od. 22, 256; ἐπεύξατο Il. 13, 413; γαυριᾶν Callim. Del. 247; ἔκπαγλα φιλεῖν, erschrecklich lieben, Il. 3, 415. 5, 424 u. a. D.; Soph. O. C. 720, ch.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> effrayant, terrible ; <i>adv.</i> • ἔκπαγλον IL, • ἔκπαγλα IL terriblement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> étonnant, merveilleux, extraordinaire ; <i>adv.</i> • ἔκπαγλα merveilleusement.<br />'''Étymologie:''' par métath. p. *ἔκπλαγος, de [[ἐκπλήσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκπαγλος''': -ον, παλαιὰ Ἐπ. [[λέξις]], πιθανῶς (κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Εὐστ.) κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ τοῦ ἔκπλαγος (παρὰ τὸ [[ἐκπλήσσω]]), [[φοβερός]], [[φρικτός]], [[ἐκπληκτικός]]: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὧδ’ [[ἔκπαγλος]] ἐὼν καὶ [[θαρσαλέος]] [[πολεμιστής]], περὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 589· πάντων ἐκπαγλότατ’ ἀνδρῶν, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως [[πάλιν]], Α. 146, Σ. 170· περὶ ἄλλων ἡρώων, Υ. 389, Φ. 452. 2) [[ἐνίοτε]] ἐπὶ πραγμάτων, ὡς χειμὼν [[ἔκπαγλος]] Ὀδ. Ξ. 522· ἐκπάγλοις ἐπέεσσι Ἰλ. Ο. 198, Ὀδ. Θ. 77· ἔδδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Κ. 448, πρβλ. Ρ. 216. 3) τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίρρ., φοβερῶς, ἐκπληκτικῶς, [[ἐκπάγλως]] ἀπόλεσσαν, «[[ἤγουν]], ὡς ἂν ἐκπλαγείῃ τις» Εὐστ., Ἰλ. Λ. 268· [[μεγάλως]], ὑπερβολικῶς, ἐκπάγλως κοτέοντο Β. 223· εἰ δέ τις ἐκπάγλως ἐθέλει οἰκόνδε νέεσθαι [[αὐτόθι]] 357· μαίνεται Ι. 238· ὠδύσατ’ ἐκπάγλως Ὀδ. Ε. 340· ἐκπάγλως ἤχθηρε Λ. 437· [[ἐκπάγλως]]... ὀδύρεται Ο. 355: - [[ὡσαύτως]] κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ἔκπαγλον ἐπεύξατο Ἰλ. Ν. 413, κτλ.· οὐ γὰρ ἐγώ σ’ ἔκπ. ἀεικιῶ, Χ. 256· καὶ κατὰ πληθ., ἔκπαγλα φιλεῖν, ὑπερμέτρως ἀγαπᾶν, Ἰλ. Γ. 415, Ε. 423. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἡ [[λέξις]] σημαίνει [[ἁπλῶς]]: [[θαυμαστός]], [[θαυμάσιος]], ἀνὴρ ἔκπ. Πινδ. Π. 4. 140· σθένει [[ἔκπαγλος]] Ι. 7 (6). 30· ἐν πόνοις [[ἔκπαγλος]] Ι. 6 (5). 80: - οὐχὶ συχν. παρ’ Ἀττ. ποιητ., ἔκπ. κακόν, [[τέρας]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 862, Χο. 548· δείπνων ἀρρήτων ἔκπαγλ’ ἄχθη Σοφ. Ἠλ. 204. - Ἐπίρρ. ἔκπαγλα, θαυμαστῶς, ὑπερφυῶς, Σοφ. Ο. Κ. 719, καὶ (κατὰ τὸν Δινδ.) Ἀντ. 1137· ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ μόνον [[ἅπαξ]], ὅπλα τὰ ἐκπαγλότατα Ξεν. Ἱέρ. 11, 3: - πρβλ. [[ἐκπαγλέομαι]].
|lstext='''ἔκπαγλος''': -ον, παλαιὰ Ἐπ. [[λέξις]], πιθανῶς (κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Εὐστ.) κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ τοῦ ἔκπλαγος (παρὰ τὸ [[ἐκπλήσσω]]), [[φοβερός]], [[φρικτός]], [[ἐκπληκτικός]]: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὧδ’ [[ἔκπαγλος]] ἐὼν καὶ [[θαρσαλέος]] [[πολεμιστής]], περὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 589· πάντων ἐκπαγλότατ’ ἀνδρῶν, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως [[πάλιν]], Α. 146, Σ. 170· περὶ ἄλλων ἡρώων, Υ. 389, Φ. 452. 2) [[ἐνίοτε]] ἐπὶ πραγμάτων, ὡς χειμὼν [[ἔκπαγλος]] Ὀδ. Ξ. 522· ἐκπάγλοις ἐπέεσσι Ἰλ. Ο. 198, Ὀδ. Θ. 77· ἔδδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Κ. 448, πρβλ. Ρ. 216. 3) τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίρρ., φοβερῶς, ἐκπληκτικῶς, [[ἐκπάγλως]] ἀπόλεσσαν, «[[ἤγουν]], ὡς ἂν ἐκπλαγείῃ τις» Εὐστ., Ἰλ. Λ. 268· [[μεγάλως]], ὑπερβολικῶς, ἐκπάγλως κοτέοντο Β. 223· εἰ δέ τις ἐκπάγλως ἐθέλει οἰκόνδε νέεσθαι [[αὐτόθι]] 357· μαίνεται Ι. 238· ὠδύσατ’ ἐκπάγλως Ὀδ. Ε. 340· ἐκπάγλως ἤχθηρε Λ. 437· [[ἐκπάγλως]]... ὀδύρεται Ο. 355: - [[ὡσαύτως]] κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ἔκπαγλον ἐπεύξατο Ἰλ. Ν. 413, κτλ.· οὐ γὰρ ἐγώ σ’ ἔκπ. ἀεικιῶ, Χ. 256· καὶ κατὰ πληθ., ἔκπαγλα φιλεῖν, ὑπερμέτρως ἀγαπᾶν, Ἰλ. Γ. 415, Ε. 423. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἡ [[λέξις]] σημαίνει [[ἁπλῶς]]: [[θαυμαστός]], [[θαυμάσιος]], ἀνὴρ ἔκπ. Πινδ. Π. 4. 140· σθένει [[ἔκπαγλος]] Ι. 7 (6). 30· ἐν πόνοις [[ἔκπαγλος]] Ι. 6 (5). 80: - οὐχὶ συχν. παρ’ Ἀττ. ποιητ., ἔκπ. κακόν, [[τέρας]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 862, Χο. 548· δείπνων ἀρρήτων ἔκπαγλ’ ἄχθη Σοφ. Ἠλ. 204. - Ἐπίρρ. ἔκπαγλα, θαυμαστῶς, ὑπερφυῶς, Σοφ. Ο. Κ. 719, καὶ (κατὰ τὸν Δινδ.) Ἀντ. 1137· ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ μόνον [[ἅπαξ]], ὅπλα τὰ ἐκπαγλότατα Ξεν. Ἱέρ. 11, 3: - πρβλ. [[ἐκπαγλέομαι]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> effrayant, terrible ; <i>adv.</i> • ἔκπαγλον IL, • ἔκπαγλα IL terriblement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> étonnant, merveilleux, extraordinaire ; <i>adv.</i> • ἔκπαγλα merveilleusement.<br />'''Étymologie:''' par métath. p. *ἔκπλαγος, de [[ἐκπλήσσω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth