Anonymous

ἔξαλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> hors de la mer, qui sort de la mer;<br /><b>2</b> au-dessus de la mer : τὰ ἔξαλα LUC partie d’un navire au-dessus de la ligne de flottaison, œuvres mortes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἅλς]]¹.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> hors de la mer, qui sort de la mer;<br /><b>2</b> au-dessus de la mer : τὰ ἔξαλα LUC partie d’un navire au-dessus de la ligne de flottaison, œuvres mortes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἅλς]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξᾰλος:''' [[находящийся над поверхностью моря]]: τὰ ἔξαλα τῆς [[νεώς]] Luc. надводная часть корабля; ἡ ἔ. [[κώπη]] Sext. надводная часть весла; τὸ [[σκάφος]] ἔξαλον ἐς γῆν ἀνασπᾶν Luc. вытащить лодку из моря на берег; ἔξαλον [[λαβεῖν]] τὴν πληγήν Polyb. получить удар в надводную часть судна.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξαλος]], -ον) [[άλς</i>, <i>αλός]]<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[έξαλα]] (AM ἔξαλα)<br />τα τμήματα του σκάφους που βρίσκονται έξω από τη [[θάλασσα]], [[πάνω]] από την ίσαλο [[γραμμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκάφος]]) αυτός που έχει ανασυρθεί από τη [[θάλασσα]] στην [[αμμουδιά]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[εκείνος]] που βρίσκεται [[μακριά]] από τη [[θάλασσα]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξαλος]], -ον) [[άλς</i>, <i>αλός]]<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[έξαλα]] (AM ἔξαλα)<br />τα τμήματα του σκάφους που βρίσκονται έξω από τη [[θάλασσα]], [[πάνω]] από την ίσαλο [[γραμμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκάφος]]) αυτός που έχει ανασυρθεί από τη [[θάλασσα]] στην [[αμμουδιά]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[εκείνος]] που βρίσκεται [[μακριά]] από τη [[θάλασσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξᾰλος:''' [[находящийся над поверхностью моря]]: τὰ ἔξαλα τῆς [[νεώς]] Luc. надводная часть корабля; ἡ ἔ. [[κώπη]] Sext. надводная часть весла; τὸ [[σκάφος]] ἔξαλον ἐς γῆν ἀνασπᾶν Luc. вытащить лодку из моря на берег; ἔξαλον [[λαβεῖν]] τὴν πληγήν Polyb. получить удар в надводную часть судна.
}}
}}
{{etym
{{etym