Anonymous

ἔνδηλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />clair, évident ; <i>en parl. de pers.</i> qui dit <i>ou</i> fait qch manifestement, connu pour avoir dit <i>ou</i> fait qch ; ἔνδηλοί ἐστε βαρυνόμενοι THC il est évident que vous êtes accablés.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δῆλος]].
|btext=ος, ον :<br />clair, évident ; <i>en parl. de pers.</i> qui dit <i>ou</i> fait qch manifestement, connu pour avoir dit <i>ou</i> fait qch ; ἔνδηλοί ἐστε βαρυνόμενοι THC il est évident que vous êtes accablés.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δῆλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνδηλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ясный]], [[очевидный]] (ἔνδηλόν τι ποιεῖν Thuc. и ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγειν Soph.; τὰ ἤθη τῶν ζῴων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[явственный]], [[заметный]] (κηλῖδες Arst.; [[ἴχνος]] Plut.): ἔ. τι ἐγένετο ἀχθόμενος Plat. было видно, что он огорчен;<br /><b class="num">3)</b> [[известный]] ([[ἄνθρωπος]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔνδηλος:''' -ον, = [[δῆλος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φανερός]], [[εμφανής]], [[προφανής]], [[σαφής]], [[καταφανής]], [[ολοφάνερος]], σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[εμφανής]], [[ορατός]], αυτός που έχει αποκαλυφθεί, ανακαλυφθεί, [[γνωστός]], [[πασίδηλος]], [[οφθαλμοφανής]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-λως</i>, υπερθ. <i>-ότατα</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἔνδηλος:''' -ον, = [[δῆλος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φανερός]], [[εμφανής]], [[προφανής]], [[σαφής]], [[καταφανής]], [[ολοφάνερος]], σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[εμφανής]], [[ορατός]], αυτός που έχει αποκαλυφθεί, ανακαλυφθεί, [[γνωστός]], [[πασίδηλος]], [[οφθαλμοφανής]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-λως</i>, υπερθ. <i>-ότατα</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνδηλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ясный]], [[очевидный]] (ἔνδηλόν τι ποιεῖν Thuc. и ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγειν Soph.; τὰ ἤθη τῶν ζῴων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[явственный]], [[заметный]] (κηλῖδες Arst.; [[ἴχνος]] Plut.): ἔ. τι ἐγένετο ἀχθόμενος Plat. было видно, что он огорчен;<br /><b class="num">3)</b> [[известный]] ([[ἄνθρωπος]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj