Anonymous

ἔνδηλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0833.png Seite 833]] verstärktes simplex, offenbar, deutlich ἆρ' ἔνδηλα καὶ σαφῆ [[λέγω]] Soph. Ant. 401; At Equ. 1277; – c. partic., ἔνδηλός τι ἐγένετο ἀχθόμενος Plat. Phaed. 88 e, wie Theaet. 274, u. Folgende; – ἐνδηλότατα προὔλεγον Thuc. 1139.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0833.png Seite 833]] verstärktes simplex, offenbar, deutlich ἆρ' ἔνδηλα καὶ σαφῆ [[λέγω]] Soph. Ant. 401; At Equ. 1277; – c. partic., ἔνδηλός τι ἐγένετο ἀχθόμενος Plat. Phaed. 88 e, wie Theaet. 274, u. Folgende; – ἐνδηλότατα προὔλεγον Thuc. 1139.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />clair, évident ; <i>en parl. de pers.</i> qui dit <i>ou</i> fait qch manifestement, connu pour avoir dit <i>ou</i> fait qch ; ἔνδηλοί ἐστε βαρυνόμενοι THC il est évident que vous êtes accablés.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δῆλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνδηλος''': -ον, = δῆλος, [[φανερός]], [[κατάδηλος]], ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγειν Σοφ. Ἀντ. 405· ἔνδ. ποιεῖν τι Θουκ. 4. 132. 2) ἐπὶ προσώπων, [[φανερός]], [[γνωστός]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1277, Θουκ. 4. 41, 6. 36, κτλ.· τί τὸ ὑποκείμενον, οὐκ ἔστιν ἔνδηλον Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 4· μετὰ μετοχ., ἔνδηλοι [[ἔστε]]... βαρυνόμενοι Θουκ. 2. 64, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 88Ε, Θεαίτ. 174D, Δημ. 578. 15. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐνδήλως, συγκρ. ἐνδηλότατα, Θουκ. 1. 139.
|lstext='''ἔνδηλος''': -ον, = δῆλος, [[φανερός]], [[κατάδηλος]], ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγειν Σοφ. Ἀντ. 405· ἔνδ. ποιεῖν τι Θουκ. 4. 132. 2) ἐπὶ προσώπων, [[φανερός]], [[γνωστός]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1277, Θουκ. 4. 41, 6. 36, κτλ.· τί τὸ ὑποκείμενον, οὐκ ἔστιν ἔνδηλον Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 4· μετὰ μετοχ., ἔνδηλοι [[ἔστε]]... βαρυνόμενοι Θουκ. 2. 64, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 88Ε, Θεαίτ. 174D, Δημ. 578. 15. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐνδήλως, συγκρ. ἐνδηλότατα, Θουκ. 1. 139.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />clair, évident ; <i>en parl. de pers.</i> qui dit <i>ou</i> fait qch manifestement, connu pour avoir dit <i>ou</i> fait qch ; ἔνδηλοί ἐστε βαρυνόμενοι THC il est évident que vous êtes accablés.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δῆλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml