Anonymous

ἔρεισμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />support, soutien ; <i>fig.</i> [[Ἀθῆναι]] τῆς Ἑλλάδος [[ἔρεισμα]] LUC Athènes soutien <i>ou</i> colonne de la Grèce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρείδω]].
|btext=ατος (τό) :<br />support, soutien ; <i>fig.</i> [[Ἀθῆναι]] τῆς Ἑλλάδος [[ἔρεισμα]] LUC Athènes soutien <i>ou</i> colonne de la Grèce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρείδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔρεισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[опора]], [[подпора]] (σκῆπτρα χειρὸς ἐρείσματα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[основание]] (Ἀθηνῶν Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[оплот]] (τῆς, Ἑλλάδος Pind., Luc.);<br /><b class="num">4)</b> pl. [[основания]], [[устои]] (ἐν οἰκοδομήμασιν Plat.; τὰ πίπτοντα ἐρείσματα Arst.): ἁμμάτων ἐρείσματα Eur. крепкие узы;<br /><b class="num">5)</b> [[остов]], [[костяк]] (ἔ. σελαχῶν μαλακώτερον Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔρεισμα:''' -ατος, τό ([[ἐρείδω]]), [[στήριγμα]], [[υποστήριγμα]], [[βοήθημα]], Λατ. [[columen]], σε Σοφ., Ευρ.· στον πληθ., στηρίγματα που βοηθούν να κρατηθεί το [[καράβι]] όρθιο στην [[ακτή]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἔρεισμα:''' -ατος, τό ([[ἐρείδω]]), [[στήριγμα]], [[υποστήριγμα]], [[βοήθημα]], Λατ. [[columen]], σε Σοφ., Ευρ.· στον πληθ., στηρίγματα που βοηθούν να κρατηθεί το [[καράβι]] όρθιο στην [[ακτή]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔρεισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[опора]], [[подпора]] (σκῆπτρα χειρὸς ἐρείσματα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[основание]] (Ἀθηνῶν Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[оплот]] (τῆς, Ἑλλάδος Pind., Luc.);<br /><b class="num">4)</b> pl. [[основания]], [[устои]] (ἐν οἰκοδομήμασιν Plat.; τὰ πίπτοντα ἐρείσματα Arst.): ἁμμάτων ἐρείσματα Eur. крепкие узы;<br /><b class="num">5)</b> [[остов]], [[костяк]] (ἔ. σελαχῶν μαλακώτερον Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj