ἔρεισμα
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
ἐρείσματος, τό,
A prop, stay, support, σκῆπτρα, χειρὸς ἐρείσματα E.HF254; ἀμφὶ βάκτροις ἔρεισμα θέμενος, = ἐρεισάμενος, ib.108: in plural, stays of a house, Pl.Lg.793c; props to keep a boat on shore upright (cf. ἕρμα), Theoc.21.12; ἁμμάτων ἐρείσματα strong knots, E.HF1036 (lyr.); of the legs which support the body, Arist.PA689b19, IA708b15; of the framework of the body, Id.PA655a25, cf. HA532b3; of food, ἀμβροσία γαστρὸς ἔρεισμα λεπτῆς Arch.Pap.8.256.
2 metaph., of a person, Θήρων' ἔρεισμα Ἀκράγαντος pillar of Agrigentum, Pi.O.2.6; Ἑλλάδος ἔρεισμα κλειναὶ Ἀθᾶναι Id.Fr.76, cf. Luc.Dem.Enc.10, Tim.50; ἔρεισμα Ἀθηνῶν, of the (future) tomb of Oedipus, S.OC58.
b of good fortune, εἰς ἀπροσδόκητον ἔρεισμα καταντῶσιν Vett.Val.333.30.
II contusion, Hp.Fract.11.
German (Pape)
[Seite 1024] τό, 1) das Daruntergestützte, die Stütze, οὐ σκῆπτρα χειρὸς δεξιᾶς ἐρείσματα ἀρεῖτε Eur. Herc. Für. 254; ἀμφὶ βάκτροις ἔρεισμα θέμενος ἐστάλην 109, auf den Stab mich stützend; τεκτόνων ἐν οἰκοδομήμασιν ἐρείσματα Plat. Legg. VII, 793 c; τὰ πίπτοντα ὀρθοῦσιν καὶ ὑφιστᾶσιν ἐρείσματα Arist. H. A. 9, 40; Sp.; = ἕρμα, Stützen des auf dem Lande liegenden Schiffes, Theocr. 21, 12. – Übertr., Θήρων ἔρεισμα Ἀκράγαντος Pind. Ol. 2, 7, wie Ἀθῆναι Ἁλλάδος ἔρ. frg. 46; στεναγμοὶ τῶν πόνων ἐρείσματα, Erleichterung der Mühsal, Aesch. frg. 395; Soph. nennt den Hügel Kolonos ἔρεισμ' Ἀθηνῶν, die Grundlage von Athen, worauf Athen gegründet ist, O. C. 58. – Allgemein, alles zum Stützen, Halten Dienende, πολύβροχ' ἁμμάτων ἐρείσματα Eur. Herc. Fur. 1036. – 2) das Gestützte selbst; der Druck, den der gestützte Körper ausübt, Hippocr.; Aristaen. 2, 22.
French (Bailly abrégé)
ἐρείσματος (τό) :
support, soutien ; fig. Ἀθῆναι τῆς Ἑλλάδος ἔρεισμα LUC Athènes soutien ou colonne de la Grèce.
Étymologie: ἐρείδω.
Russian (Dvoretsky)
ἔρεισμα: ἐρείσματος τό
1 опора, подпора (σκῆπτρα χειρὸς ἐρείσματα Eur.);
2 основание (Ἀθηνῶν Soph.);
3 оплот (τῆς, Ἑλλάδος Pind., Luc.);
4 pl. основания, устои (ἐν οἰκοδομήμασιν Plat.; τὰ πίπτοντα ἐρείσματα Arst.): ἁμμάτων ἐρείσματα Eur. крепкие узы;
5 остов, костяк (ἔ. σελαχῶν μαλακώτερον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔρεισμα: τό, (ἐρείδω), στήριγμα, ὑποστήριγμα, σκῆπτρα, χειρὸς ἐρείσματα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 254· ἀμφὶ βάκτροις ἔρεισμα θέμενος, = ἐρεισάμενος αὐτόθι 109· ἐν τῷ πληθ., τὰ στηρίγματα οἰκίας, Πλάτ. Νόμ. 793C· τὰ ὑποστηρίγματα τὰ χρησιμεύοντα ὅπως μὴ κλίνῃ τὸ πλοῖον εἰς τὰ πλάγια (πρβλ. ἕρμα), Θεόκρ. 21. 12· πολύβροχ’ ἁμμάτων ἐρείσματα, οἱ μετὰ πολλῶν βρόχων κόμβοι τῶν δεσμῶν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1036· ἐπὶ τῶν ποδῶν τῶν ζῴων, τοῖς γὰρ τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι... ὑποκειμένων τεττάρων ἐρεισμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10. 55, περὶ Πορείας Ζ. 8. 7, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν ὀστῶν καὶ μυῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 9, 13, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 10. 2) μεταφ. ἐπὶ προσώπου, Θήρων’ ἔρεισμ’ Ἀκράγαντος, στήριγμα, στῦλον τοῦ Ἀκράγ., Πινδ. Ο. 2. 12· οὕτως, Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 46· καὶ οὕτως, ἔρεισμ’ Ἀθηνῶν κεῖται (κατὰ σχῆμα προληπτικὸν) ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ Οἰδίποδος, Σοφ. Ο. Κ. 58· Ἀθῆναι τῆς Ἑλλάδος ἔρ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 10, πρβλ. Τίμ. 50 (οὕτως ὁ Ὅμ., ἕρμα πόληος)· πρβλ. ἴαμα. ΙΙ. ἡ πίεσις σώματός τινος ἐπὶ τῶν στηριγμάτων, Ἱππ. 759Η.
English (Slater)
ἔρεισμα met., bulwark Θήρωνα ἔρεισμ' Ἀκράγαντος (O. 2.6) Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 2.
Greek Monolingual
το (AM ἔρεισμα) ερείδω
1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι
2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι»)
β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης («Θήρων ἔρεισμ’ Ἀκράγραντος» — ο Θήρων, ο προστάτης του Ακράγαντα», Πίνδ.)
νεοελλ.
στενή λωρίδα γης απ’ τη μια κι απ’ την άλλη πλευρά δρόμου ή σιδηροδρομικής γραμμής που χρησιμεύει ως στήριγμα του δρόμου ή της γραμμής
αρχ.
1. υποστήριγμα που χρησιμεύει στο να μην κλίνει το πλοίο προς τα πλάγια
2. η πίεση ενός σώματος στο σημείο όπου στηρίζεται
3. φρ. «ἔρεισμα Ἀθηνῶν», για τον τάφο του Οιδίποδα (Σοφ.)
4. καλή τύχη, ευτυχής μοίρα
5. αυτό που παρέχει ανακούφιση από κάτι («στεναγμοί, τῶν πόνων ἐρείσματα», Αισχύλ.)
6. το υποστήριγμα ενός οικοδομήματος και γεν. καθετί που χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα.
Greek Monotonic
ἔρεισμα: -ατος, τό (ἐρείδω), στήριγμα, υποστήριγμα, βοήθημα, Λατ. columen, σε Σοφ., Ευρ.· στον πληθ., στηρίγματα που βοηθούν να κρατηθεί το καράβι όρθιο στην ακτή, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἔρεισμα, ατος, τό, ἐρείδω
a prop, stay, support, Lat. columen, Soph., Eur.:—in pl. the props to keep a boat on shore upright, Theocr.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=στήριγμα). Παράγωγο τοῦ ἐρείδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.