3,277,301
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />pareil à un crible, percé comme un crible.<br />'''Étymologie:''' [[ἠθμός]], [[εἶδος]]. | |btext=ής, ές :<br />pareil à un crible, percé comme un crible.<br />'''Étymologie:''' [[ἠθμός]], [[εἶδος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠθμοειδής:''' [[ситовидный]], [[решетчатый]] ([[πλεύμων]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἠθμοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με ηθμό, με [[σουρωτήρι]], [[διάτρητος]], [[σπογγώδης]], [[πορώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b><br /><b>1.</b> «ηθμοειδές [[οστό]]» — μικρό πορώδες [[οστό]] που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό [[τμήμα]] της βάσης του κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό τών ρινικών κοιλοτήτων<br /><b>2.</b> «ηθμοειδείς αρτηρίες» — κλάδοι της οφθαλμικής αρτηρίας που διανέμονται στις ρινικές κοιλότητες<br /><b>3.</b> «ηθμοειδείς κυψέλες» — αεροφόροι κοιλότητες του ηθμοειδούς οστού που εκβάλλουν στις ρινικές κοιλότητες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠθμοειδώς</i> (Α)<br />με ηθμοειδή τρόπο, διηθητικά, στραγγιστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηθμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. [[ακανθοειδής]], [[σφαιροειδής]]. Η λ. ως [[ανατομικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>ethmoid</i> (<i>bone</i>) <span style="color: red;"><</span> [[ηθμοειδής]]]. | |mltxt=-ές (AM [[ἠθμοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με ηθμό, με [[σουρωτήρι]], [[διάτρητος]], [[σπογγώδης]], [[πορώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b><br /><b>1.</b> «ηθμοειδές [[οστό]]» — μικρό πορώδες [[οστό]] που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό [[τμήμα]] της βάσης του κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό τών ρινικών κοιλοτήτων<br /><b>2.</b> «ηθμοειδείς αρτηρίες» — κλάδοι της οφθαλμικής αρτηρίας που διανέμονται στις ρινικές κοιλότητες<br /><b>3.</b> «ηθμοειδείς κυψέλες» — αεροφόροι κοιλότητες του ηθμοειδούς οστού που εκβάλλουν στις ρινικές κοιλότητες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠθμοειδώς</i> (Α)<br />με ηθμοειδή τρόπο, διηθητικά, στραγγιστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηθμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. [[ακανθοειδής]], [[σφαιροειδής]]. Η λ. ως [[ανατομικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>ethmoid</i> (<i>bone</i>) <span style="color: red;"><</span> [[ηθμοειδής]]]. | ||
}} | }} |