Anonymous

ἔξαρμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />élévation, hauteur des astres, du pôle, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐξαίρω]].
|btext=ατος (τό) :<br />élévation, hauteur des astres, du pôle, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐξαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξαρμα:''' ατος τό [[ἐξαίρω]] астр. возвышение (по меридиану), высота (τοῦ πόλου Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔξαρμα]]) [[εξαίρω]]<br /><b>1.</b> [[άρση]], ύψωση, ύψωμα του εδάφους, [[λόφος]]<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], [[εξόγκωμα]], [[φούσκωμα]], [[πρήξιμο]]<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]]<br />ειδικ. «το [[έξαρμα]] του πόλου» — το ύψος του ουράνιου πόλου [[πάνω]] από τον ορίζοντα του παρατηρητή, που [[είναι]] ίσο με τη [[γωνία]] που σχηματίζει ο [[άξονας]] της γης και ο [[ορίζοντας]] ή με το γεωγραφικό [[πλάτος]] του τόπου<br /><b>μσν.</b><br />(για λόγο) ύψος, [[ένταση]], όγκος, [[έξαρση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) έξοχο [[πλεονέκτημα]].
|mltxt=το (AM [[ἔξαρμα]]) [[εξαίρω]]<br /><b>1.</b> [[άρση]], ύψωση, ύψωμα του εδάφους, [[λόφος]]<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], [[εξόγκωμα]], [[φούσκωμα]], [[πρήξιμο]]<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]]<br />ειδικ. «το [[έξαρμα]] του πόλου» — το ύψος του ουράνιου πόλου [[πάνω]] από τον ορίζοντα του παρατηρητή, που [[είναι]] ίσο με τη [[γωνία]] που σχηματίζει ο [[άξονας]] της γης και ο [[ορίζοντας]] ή με το γεωγραφικό [[πλάτος]] του τόπου<br /><b>μσν.</b><br />(για λόγο) ύψος, [[ένταση]], όγκος, [[έξαρση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) έξοχο [[πλεονέκτημα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξαρμα:''' ατος τό [[ἐξαίρω]] астр. возвышение (по меридиану), высота (τοῦ πόλου Plut.).
}}
}}