Anonymous

ὄχανον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />v. [[ὀχάνη]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
|btext=ου (τό) :<br />v. [[ὀχάνη]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄχᾰνον:''' τό (ременная) рукоять щита Her., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄχᾰνον:''' τό ([[ἔχω]]), [[λαβή]] ασπίδας, η στερεωμένη [[ταινία]] στις [[δύο]] άκρες του εσωτερικού της, μέσα από την οποία περνούσε το [[χέρι]] του αυτός που κρατούσε την [[ασπίδα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὄχᾰνον:''' τό ([[ἔχω]]), [[λαβή]] ασπίδας, η στερεωμένη [[ταινία]] στις [[δύο]] άκρες του εσωτερικού της, μέσα από την οποία περνούσε το [[χέρι]] του αυτός που κρατούσε την [[ασπίδα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄχᾰνον:''' τό (ременная) рукоять щита Her., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὄχᾰνον, ου, τό, [ἔχω]<br />the holder of a [[shield]], a bar [[across]] the [[hollow]] of the [[shield]], [[through]] [[which]] the [[bearer]] passed his arm, Hdt.
|mdlsjtxt=ὄχᾰνον, ου, τό, [ἔχω]<br />the holder of a [[shield]], a bar [[across]] the [[hollow]] of the [[shield]], [[through]] [[which]] the [[bearer]] passed his arm, Hdt.
}}
}}