Anonymous

ὀϊζυρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />lamentable, pénible;<br /><i>Cp.</i> οἰζυρώτερος, <i>Sp.</i> οἰζυρώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[οἰζύς]].
|btext=ά, όν :<br />lamentable, pénible;<br /><i>Cp.</i> οἰζυρώτερος, <i>Sp.</i> οἰζυρώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[οἰζύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀϊζῡρός:''' атт. οἰζῠρός 3<br /><b class="num">1)</b> [[злополучный]], [[несчастный]] (βροτοί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[печальный]], [[горестный]], [[скорбный]] ([[γόος]], νύκτες Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[неприятный]], [[тягостный]] ([[κώμη]] Hes.; [[πόλεμος]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[скудный]], [[жалкий]] ([[δίαιτα]] Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀϊζῡρός:''' Αττ. οἰζῠρός (ως τρισύλ.), -ά, -όν, [[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[αξιολύπητος]], [[ελεεινός]], [[ταλαίπωρος]], σε Όμηρ.· αναφερόμενο σε περιστάσεις, [[ταραχώδης]], [[φοβερός]], [[δύσκολος]], στον ίδ.· επίσης, εξαθλιωμένος, [[κακόμοιρος]], [[δυστυχής]], σε Ηρόδ. (παρότι ο [[Όμηρος]] έχει <i>ῡ</i>, σχηματίζει συγκρ. και υπερθ., [[χάριν]] του μέτρου, <i>ὀϊζυρώτερος</i>, <i>-ώτατος</i> αντί <i>-ότερος</i>, <i>-ότατος</i>).
|lsmtext='''ὀϊζῡρός:''' Αττ. οἰζῠρός (ως τρισύλ.), -ά, -όν, [[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[αξιολύπητος]], [[ελεεινός]], [[ταλαίπωρος]], σε Όμηρ.· αναφερόμενο σε περιστάσεις, [[ταραχώδης]], [[φοβερός]], [[δύσκολος]], στον ίδ.· επίσης, εξαθλιωμένος, [[κακόμοιρος]], [[δυστυχής]], σε Ηρόδ. (παρότι ο [[Όμηρος]] έχει <i>ῡ</i>, σχηματίζει συγκρ. και υπερθ., [[χάριν]] του μέτρου, <i>ὀϊζυρώτερος</i>, <i>-ώτατος</i> αντί <i>-ότερος</i>, <i>-ότατος</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀϊζῡρός:''' атт. οἰζῠρός 3<br /><b class="num">1)</b> [[злополучный]], [[несчастный]] (βροτοί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[печальный]], [[горестный]], [[скорбный]] ([[γόος]], νύκτες Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[неприятный]], [[тягостный]] ([[κώμη]] Hes.; [[πόλεμος]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[скудный]], [[жалкий]] ([[δίαιτα]] Her.).
}}
}}