3,277,218
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> foule :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> foule, multitude d’hommes ; [[οἱ]] ὄχλοι XÉN les assemblées du peuple ; <i>en parl. de soldats</i> masse de troupes;<br /><b>2</b> foule de peuple, foule, multitude, bas peuple, populace ; masse de l'armée <i>p. opp. aux chefs</i>;<br /><b>3</b> multitude d’animaux;<br /><b>4</b> foule de choses (vaisseaux, mots, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> tumulte d’une foule ; embarras causé par la foule ; <i>en gén.</i> embarras, gêne : ὄχλον παρέχειν τινί HDT causer des embarras à qqn ; δι’ ὄχλου εἶναί τινι THC être importun, à charge à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> foule :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> foule, multitude d’hommes ; [[οἱ]] ὄχλοι XÉN les assemblées du peuple ; <i>en parl. de soldats</i> masse de troupes;<br /><b>2</b> foule de peuple, foule, multitude, bas peuple, populace ; masse de l'armée <i>p. opp. aux chefs</i>;<br /><b>3</b> multitude d’animaux;<br /><b>4</b> foule de choses (vaisseaux, mots, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> tumulte d’une foule ; embarras causé par la foule ; <i>en gén.</i> embarras, gêne : ὄχλον παρέχειν τινί HDT causer des embarras à qqn ; δι’ ὄχλου εἶναί τινι THC être importun, à charge à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄχλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[множество]], [[масса]], [[толпа]] (στρατοῦ Aesch.; ἵππων, ἄστρων Eur.; ἀνθρώπων, λαῶν Arph.; [[νεῶν]] Thuc.): ὁ ὄχλος ὁ [[ξενικός]] Thuc. толпа иноземных наемников; ὁ ὄχλος τῶν στρατιωτῶν Xen. и οἱ ὄχλοι Polyb. солдатская масса; ὄχλου [[φυγή]] Plut. = лат. poplifugia;<br /><b class="num">2)</b> [[обозные войска]], [[нестроевые отряды]] (τὰ σκευοφόρα καὶ ὁ ὄχλος Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[беспорядочное скопище]], [[толпа]], [[чернь]] (πλῆθός τε καὶ ὄχλος Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[беспокойство]], [[затруднение]], [[неудобство]] (ὄχλον παρέχειν τινί Her., Xen.): δι᾽ ὄχλου εἶναί τινι Thuc., Arph. быть кому-л. в тягость, беспокоить кого-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄχλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> μετακινούμενο [[πλήθος]], [[συνάθροιση]], όχλος, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ὁ [[ὄχλος]] [[τῶν]] στρατιωτῶν, η [[μάζα]] των στρατιωτών, σε Ξεν.· <i>τῷ ὄχλῳ</i>, από αριθμητικής πλευράς, σε Θουκ.· <i>οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι</i>, απείθαρχες μάζες ανθρώπων όπως αυτές, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με [[πολιτική]] [[σημασία]], ο [[χύδην]] [[λαός]], όχλος, Λατ. [[turba]], σε αντίθ. προς το [[δῆμος]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[μάζα]], [[ποικιλομορφία]]· [[ὄχλος]] λόγων, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[turba]], [[ενόχληση]], [[μπελάς]], <i>ὄχλον παρέχειν τινί</i>, [[ενοχλώ]] κάποιον, σε Ηρόδ.· δι' ὅχλου [[εἶναι]], [[γενέσθαι]], είμαι ή [[γίνομαι]] [[ενοχλητικός]], σε Αριστοφ., Θουκ. | |lsmtext='''ὄχλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> μετακινούμενο [[πλήθος]], [[συνάθροιση]], όχλος, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ὁ [[ὄχλος]] [[τῶν]] στρατιωτῶν, η [[μάζα]] των στρατιωτών, σε Ξεν.· <i>τῷ ὄχλῳ</i>, από αριθμητικής πλευράς, σε Θουκ.· <i>οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι</i>, απείθαρχες μάζες ανθρώπων όπως αυτές, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με [[πολιτική]] [[σημασία]], ο [[χύδην]] [[λαός]], όχλος, Λατ. [[turba]], σε αντίθ. προς το [[δῆμος]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[μάζα]], [[ποικιλομορφία]]· [[ὄχλος]] λόγων, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[turba]], [[ενόχληση]], [[μπελάς]], <i>ὄχλον παρέχειν τινί</i>, [[ενοχλώ]] κάποιον, σε Ηρόδ.· δι' ὅχλου [[εἶναι]], [[γενέσθαι]], είμαι ή [[γίνομαι]] [[ενοχλητικός]], σε Αριστοφ., Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |