Anonymous

ὑγρασία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1171.png Seite 1171]] ἡ, Nässe, Feuchtigkeit, Galen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1171.png Seite 1171]] ἡ, Nässe, Feuchtigkeit, Galen.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑγρᾰσία:''' ἡ [[влага]], [[жидкость]] Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑγρασία]], ΝΜΑ [[υγράζω]]<br />η [[κατάσταση]] του υγρού, [[υγρότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> η [[ποσότητα]] τών υδρατμών που περιέχονται στον ατμοσφαιρικό αέρα<br /><b>2.</b> <b>(κλιματολ.)</b> α) η [[ποσότητα]] τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων<br />β) ο [[λόγος]] κατακρημνισμάτων-εξάτμισης<br /><b>3.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> το [[νερό]] που έχει διασπαρεί σε ένα [[αέριο]] υπό [[μορφή]] υδρατμών ή μικρών σταγονιδίων ή το [[νερό]] που έχει διασπαρεί σε ένα στερεό ή έχει συμπυκνωθεί στην [[επιφάνεια]] του<br /><b>3.</b> η [[υγρότητα]] που παρατηρείται σε μια [[επιφάνεια]] ή σε έναν χώρο («το [[σπίτι]] έχει [[υγρασία]]»)<br /><b>4.</b> τα σταγονίδια νερού που σχηματίζονται στους πόρους αγγείου ή τοίχου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «απόλυτη [[υγρασία]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> η [[μάζα]], εκφρασμένη σε γραμμάρια, τών υδρατμών που περιέχονται σε ένα κυβικό [[μέτρο]] αέρα<br />β) «ειδική [[υγρασία]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> η [[μάζα]], εκφρασμένη σε γραμμάρια, τών υδρατμών που περιέχονται σε ένα [[χιλιόγραμμο]] υγρού αέρα<br />γ) «σχετική [[υγρασία]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το πηλίκο της ποσότητας υδρατμών που περιέχεται στη [[μονάδα]] όγκου του αέρα διά της ποσότητας υδρατμών με την οποία ο [[ίδιος]] όγκος αέρα, στην [[ίδια]] [[θερμοκρασία]], θα ήταν κορεσμένος<br />δ) «[[περιεκτικότητα]] υγρασίας»<br />(τεχνολ.-φυσ.) η [[ποσότητα]] νερού που υπάρχει σε ένα υλικό [[είτε]] με τη [[μορφή]] υγρού [[είτε]] με τη [[μορφή]] υδρατμών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(κατ' ευφ.) το [[ούρο]].
|mltxt=η / [[ὑγρασία]], ΝΜΑ [[υγράζω]]<br />η [[κατάσταση]] του υγρού, [[υγρότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> η [[ποσότητα]] τών υδρατμών που περιέχονται στον ατμοσφαιρικό αέρα<br /><b>2.</b> <b>(κλιματολ.)</b> α) η [[ποσότητα]] τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων<br />β) ο [[λόγος]] κατακρημνισμάτων-εξάτμισης<br /><b>3.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> το [[νερό]] που έχει διασπαρεί σε ένα [[αέριο]] υπό [[μορφή]] υδρατμών ή μικρών σταγονιδίων ή το [[νερό]] που έχει διασπαρεί σε ένα στερεό ή έχει συμπυκνωθεί στην [[επιφάνεια]] του<br /><b>3.</b> η [[υγρότητα]] που παρατηρείται σε μια [[επιφάνεια]] ή σε έναν χώρο («το [[σπίτι]] έχει [[υγρασία]]»)<br /><b>4.</b> τα σταγονίδια νερού που σχηματίζονται στους πόρους αγγείου ή τοίχου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «απόλυτη [[υγρασία]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> η [[μάζα]], εκφρασμένη σε γραμμάρια, τών υδρατμών που περιέχονται σε ένα κυβικό [[μέτρο]] αέρα<br />β) «ειδική [[υγρασία]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> η [[μάζα]], εκφρασμένη σε γραμμάρια, τών υδρατμών που περιέχονται σε ένα [[χιλιόγραμμο]] υγρού αέρα<br />γ) «σχετική [[υγρασία]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το πηλίκο της ποσότητας υδρατμών που περιέχεται στη [[μονάδα]] όγκου του αέρα διά της ποσότητας υδρατμών με την οποία ο [[ίδιος]] όγκος αέρα, στην [[ίδια]] [[θερμοκρασία]], θα ήταν κορεσμένος<br />δ) «[[περιεκτικότητα]] υγρασίας»<br />(τεχνολ.-φυσ.) η [[ποσότητα]] νερού που υπάρχει σε ένα υλικό [[είτε]] με τη [[μορφή]] υγρού [[είτε]] με τη [[μορφή]] υδρατμών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(κατ' ευφ.) το [[ούρο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑγρᾰσία:''' ἡ [[влага]], [[жидкость]] Arst., Plut.
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx=Afrikaans: vog; Albanian: lagështirë; Arabic: رُطُوبَة‎; Armenian: խոնավություն, թացություն; Azerbaijani: nəmlik, rütubət, nəm; Belarusian: ві́льгаць, вільготнасць; Breton: glebiadur; Bulgarian: влага, влажност; Catalan: humitat; Chinese Mandarin: 濕氣, 湿气; Czech: vlhkost, vláha; Danish: fugtighed; Dutch: [[vochtigheid]], [[vocht]]; Finnish: kosteus; French: [[humidité]]; Galician: humidade, lentura; German: [[Feuchtigkeit]], [[Nässe]]; Greek: [[υγρασία]]; Greenlandic: aalaq; Hebrew: לַחוּת‎; Hindi: नमी; Hungarian: nedvesség, nyirkosság; Irish: taisleach; Italian: [[umidità]]; Japanese: 湿気; Kazakh: дым; Khmer: សន្សើម, សំណើម; Korean: 습기; Kyrgyz: ым, ным; Lao: ຄວາມຊຸ່ມ; Latin: [[mador]], [[sucus]]; Latvian: mistrums, miklums, valgums, valganums; Lithuanian: drėgnis, drėgnumas, drėgmė; Macedonian: влага; Malay: kelembapan; Manchu: ᠰᡳᠮᡝᠨ; Middle English: moisture, moistnes; Middle Persian: 𐭭𐭬‎; Norwegian Bokmål: fuktighet; Old Church Slavonic Cyrillic: влага, вла̏жно̄ст; Glagolitic: ⰲⰾⰰⰳⰰ; Old East Slavic: волога; Persian: نم‎, رطوبت‎; Polish: wilgoć, wilgotność; Portuguese: [[umidade]], [[humidade]]; Romanian: umezeală; Russian: [[влага]], [[влажность]]; Serbo-Croatian Cyrillic: вла̏га; Roman: vlȁga, vlȁžnost; Slovak: vlaha, vlhkosť; Slovene: vlága, vlažnost; Sorbian Lower Sorbian: włoga; Upper Sorbian: włoha; Spanish: [[humedad]]; Swedish: fuktighet, fukt; Tagalog: halumigmig, hamil, sayimsim; Tajik: нам, рутубат; Tatar: дым; Thai: ความชื้น; Turkish: nem, rutubet; Turkmen: çyg; Ukrainian: волога, вільгота, вологість, вогкість; Urdu: نمی‎; Uzbek: namlik; Vietnamese: độ ẩm, khí ẩm; Westrobothnian: dweft, rågne
|trtx=Afrikaans: vog; Albanian: lagështirë; Arabic: رُطُوبَة‎; Armenian: խոնավություն, թացություն; Azerbaijani: nəmlik, rütubət, nəm; Belarusian: ві́льгаць, вільготнасць; Breton: glebiadur; Bulgarian: влага, влажност; Catalan: humitat; Chinese Mandarin: 濕氣, 湿气; Czech: vlhkost, vláha; Danish: fugtighed; Dutch: [[vochtigheid]], [[vocht]]; Finnish: kosteus; French: [[humidité]]; Galician: humidade, lentura; German: [[Feuchtigkeit]], [[Nässe]]; Greek: [[υγρασία]]; Greenlandic: aalaq; Hebrew: לַחוּת‎; Hindi: नमी; Hungarian: nedvesség, nyirkosság; Irish: taisleach; Italian: [[umidità]]; Japanese: 湿気; Kazakh: дым; Khmer: សន្សើម, សំណើម; Korean: 습기; Kyrgyz: ым, ным; Lao: ຄວາມຊຸ່ມ; Latin: [[mador]], [[sucus]]; Latvian: mistrums, miklums, valgums, valganums; Lithuanian: drėgnis, drėgnumas, drėgmė; Macedonian: влага; Malay: kelembapan; Manchu: ᠰᡳᠮᡝᠨ; Middle English: moisture, moistnes; Middle Persian: 𐭭𐭬‎; Norwegian Bokmål: fuktighet; Old Church Slavonic Cyrillic: влага, вла̏жно̄ст; Glagolitic: ⰲⰾⰰⰳⰰ; Old East Slavic: волога; Persian: نم‎, رطوبت‎; Polish: wilgoć, wilgotność; Portuguese: [[umidade]], [[humidade]]; Romanian: umezeală; Russian: [[влага]], [[влажность]]; Serbo-Croatian Cyrillic: вла̏га; Roman: vlȁga, vlȁžnost; Slovak: vlaha, vlhkosť; Slovene: vlága, vlažnost; Sorbian Lower Sorbian: włoga; Upper Sorbian: włoha; Spanish: [[humedad]]; Swedish: fuktighet, fukt; Tagalog: halumigmig, hamil, sayimsim; Tajik: нам, рутубат; Tatar: дым; Thai: ความชื้น; Turkish: nem, rutubet; Turkmen: çyg; Ukrainian: волога, вільгота, вологість, вогкість; Urdu: نمی‎; Uzbek: namlik; Vietnamese: độ ẩm, khí ẩm; Westrobothnian: dweft, rågne
}}
}}