3,241,406
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> promesse : ὑπόσχεσιν ποιεῖσθαι ISOCR faire une promesse ; ἐκπληρῶσαι HDT remplir une promesse ; τελεῖν OD, ἐκτελεῖν IL accomplir une promesse;<br /><b>2</b> déclaration, profession ; profession, genre de vie.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπισχνέομαι]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> promesse : ὑπόσχεσιν ποιεῖσθαι ISOCR faire une promesse ; ἐκπληρῶσαι HDT remplir une promesse ; τελεῖν OD, ἐκτελεῖν IL accomplir une promesse;<br /><b>2</b> déclaration, profession ; profession, genre de vie.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπισχνέομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόσχεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[обещание]], [[обязательство]] Hom., Her., Isocr., Plat.: ἡ ὑ. ἀπέβη Thuc. обещание было выполнено; ἀπολάβοιμι παρὰ Καλλίου τὴν ὑπόσχεσιν Xen. я бы хотел, чтобы Каллий сдержал свое слово;<br /><b class="num">2)</b> [[род занятий]], [[профессия]] (τὸ [[ἀξίωμα]] τῆς ὑποσχέσεως Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόσχεσις:''' -εως, ἡ ([[ὑπισχνέομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[εγγύηση]], [[δέσμευση]], προσυμφωνία, [[υπόσχεση]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>ὑπόσχεσιν ἀπολαβεῖν</i>, [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]] την [[εκπλήρωση]] της υπόσχεσης, σε Ξεν.· ἀπαιτεῖν [[τὰς]] ὑποσχέσεις, [[απαίτηση]] εκπλήρωσής τους, σε Αριστ.· <i>ὑπόσχεσιν ψεύδεσθαι</i>, αποτυγχάνει στην [[εκπλήρωση]], [[ολοκλήρωση]], εκτέλεσή του, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[επάγγελμα]] (ως [[τρόπος]], [[μέθοδος]] του βίου), σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑπόσχεσις:''' -εως, ἡ ([[ὑπισχνέομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[εγγύηση]], [[δέσμευση]], προσυμφωνία, [[υπόσχεση]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>ὑπόσχεσιν ἀπολαβεῖν</i>, [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]] την [[εκπλήρωση]] της υπόσχεσης, σε Ξεν.· ἀπαιτεῖν [[τὰς]] ὑποσχέσεις, [[απαίτηση]] εκπλήρωσής τους, σε Αριστ.· <i>ὑπόσχεσιν ψεύδεσθαι</i>, αποτυγχάνει στην [[εκπλήρωση]], [[ολοκλήρωση]], εκτέλεσή του, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[επάγγελμα]] (ως [[τρόπος]], [[μέθοδος]] του βίου), σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |