Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπόσχεσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> promesse : ὑπόσχεσιν ποιεῖσθαι ISOCR faire une promesse ; ἐκπληρῶσαι HDT remplir une promesse ; τελεῖν OD, ἐκτελεῖν IL accomplir une promesse;<br /><b>2</b> déclaration, profession ; profession, genre de vie.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπισχνέομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> promesse : ὑπόσχεσιν ποιεῖσθαι ISOCR faire une promesse ; ἐκπληρῶσαι HDT remplir une promesse ; τελεῖν OD, ἐκτελεῖν IL accomplir une promesse;<br /><b>2</b> déclaration, profession ; profession, genre de vie.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπισχνέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόσχεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[обещание]], [[обязательство]] Hom., Her., Isocr., Plat.: ἡ ὑ. ἀπέβη Thuc. обещание было выполнено; ἀπολάβοιμι παρὰ Καλλίου τὴν ὑπόσχεσιν Xen. я бы хотел, чтобы Каллий сдержал свое слово;<br /><b class="num">2)</b> [[род занятий]], [[профессия]] (τὸ [[ἀξίωμα]] τῆς ὑποσχέσεως Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόσχεσις:''' -εως, ἡ ([[ὑπισχνέομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[εγγύηση]], [[δέσμευση]], προσυμφωνία, [[υπόσχεση]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>ὑπόσχεσιν ἀπολαβεῖν</i>, [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]] την [[εκπλήρωση]] της υπόσχεσης, σε Ξεν.· ἀπαιτεῖν [[τὰς]] ὑποσχέσεις, [[απαίτηση]] εκπλήρωσής τους, σε Αριστ.· <i>ὑπόσχεσιν ψεύδεσθαι</i>, αποτυγχάνει στην [[εκπλήρωση]], [[ολοκλήρωση]], εκτέλεσή του, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[επάγγελμα]] (ως [[τρόπος]], [[μέθοδος]] του βίου), σε Λουκ.
|lsmtext='''ὑπόσχεσις:''' -εως, ἡ ([[ὑπισχνέομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[εγγύηση]], [[δέσμευση]], προσυμφωνία, [[υπόσχεση]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>ὑπόσχεσιν ἀπολαβεῖν</i>, [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]] την [[εκπλήρωση]] της υπόσχεσης, σε Ξεν.· ἀπαιτεῖν [[τὰς]] ὑποσχέσεις, [[απαίτηση]] εκπλήρωσής τους, σε Αριστ.· <i>ὑπόσχεσιν ψεύδεσθαι</i>, αποτυγχάνει στην [[εκπλήρωση]], [[ολοκλήρωση]], εκτέλεσή του, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[επάγγελμα]] (ως [[τρόπος]], [[μέθοδος]] του βίου), σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόσχεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[обещание]], [[обязательство]] Hom., Her., Isocr., Plat.: ἡ ὑ. ἀπέβη Thuc. обещание было выполнено; ἀπολάβοιμι παρὰ Καλλίου τὴν ὑπόσχεσιν Xen. я бы хотел, чтобы Каллий сдержал свое слово;<br /><b class="num">2)</b> [[род занятий]], [[профессия]] (τὸ [[ἀξίωμα]] τῆς ὑποσχέσεως Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj