Anonymous

ὕποπτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on regarde en dessous, avec défiance ; suspect : τινι à qqn ; τινος <i>ou</i> [[ἐπί]] τινι suspect de qch ; avec un inf. : suspect de ; <i>en parl. de choses</i> ὕποπτον καθεστήκει THC il y avait lieu de se défier;<br /><b>2</b> soupçonneux, méfiant : τινος qui redoute qch ; [[πρός]] τινα soupçonneux <i>ou</i> défiant à l'égard de qqn ; [[εἰς]] ὕποπτα μὴ μόλῃς [[ἐμοί]] EUR n’entre pas en défiance à mon égard ; τὸ ὕποπτον la défiance ; <i>adv.</i> • ὕποπτον LUC avec méfiance.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπόψομαι]] de [[ὑφοράω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on regarde en dessous, avec défiance ; suspect : τινι à qqn ; τινος <i>ou</i> [[ἐπί]] τινι suspect de qch ; avec un inf. : suspect de ; <i>en parl. de choses</i> ὕποπτον καθεστήκει THC il y avait lieu de se défier;<br /><b>2</b> soupçonneux, méfiant : τινος qui redoute qch ; [[πρός]] τινα soupçonneux <i>ou</i> défiant à l'égard de qqn ; [[εἰς]] ὕποπτα μὴ μόλῃς [[ἐμοί]] EUR n’entre pas en défiance à mon égard ; τὸ ὕποπτον la défiance ; <i>adv.</i> • ὕποπτον LUC avec méfiance.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπόψομαι]] de [[ὑφοράω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὕποπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подозрительный]], [[недоверчивый]] (πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[предполагающий]], [[опасающийся]]: ὕ. ὢν Τρωϊκῆς ἁλώσεως Eur. предвидя взятие Трои;<br /><b class="num">3)</b> [[внушающий подозрение]], [[подозрительный]]: ὕ. τινι Thuc., Eur.; внушающий подозрение кому-л.; ὕ. τινος Plut. или ἐπί τινι Luc. подозреваемый в чем-л.; [[τοῦτο]] [[ὕποπτον]] ἂν γένοιτο Xen. это могло бы возбудить подозрение - см. тж. [[ὕποπτον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕποπτος:''' -ον ([[ὑπόψομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτόν που βλέπει [[κάποιος]] [[κάτω]] από τα φρύδια, δηλ. αυτός που αντιμετωπίζεται με [[καχυποψία]] ή φθόνο, Λατ. [[suspectus]], σε Αισχύλ., Θουκ.· με απαρ., [[ὕποπτος]] αὐτοῖς μὴ πέμψαι, τον υποψιάζονται ότι δεν έχει αποστείλει, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>τάδ' ἦν ὕποπτα</i>, σε Ευρ.· <i>ὕποπτον καθεστήκει</i>, ήταν [[θέμα]] φθόνου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ., [[ὑπόπτως]] διακεῖσθαι ή <i>ἔχειν</i>, βρίσκομαι, [[τελώ]] υπό [[αμφισβήτηση]], [[αμφιβολία]], [[υποψία]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτος που υποψιάζεται, που υποπτεύεται [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.· <i>τὸ ὕποπτον</i>, [[υποψία]], ζήλια, σε Θουκ.· <i>τῷ ὑπόπτῳ μου</i>, από [[υποψία]] για το άτομό μου, στον ίδ.· επίρρ., με [[καχυποψία]], στον ίδ.· ὕποπτον ἔχειν [[πρός]] τινα, σε Δημ.
|lsmtext='''ὕποπτος:''' -ον ([[ὑπόψομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτόν που βλέπει [[κάποιος]] [[κάτω]] από τα φρύδια, δηλ. αυτός που αντιμετωπίζεται με [[καχυποψία]] ή φθόνο, Λατ. [[suspectus]], σε Αισχύλ., Θουκ.· με απαρ., [[ὕποπτος]] αὐτοῖς μὴ πέμψαι, τον υποψιάζονται ότι δεν έχει αποστείλει, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>τάδ' ἦν ὕποπτα</i>, σε Ευρ.· <i>ὕποπτον καθεστήκει</i>, ήταν [[θέμα]] φθόνου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ., [[ὑπόπτως]] διακεῖσθαι ή <i>ἔχειν</i>, βρίσκομαι, [[τελώ]] υπό [[αμφισβήτηση]], [[αμφιβολία]], [[υποψία]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτος που υποψιάζεται, που υποπτεύεται [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.· <i>τὸ ὕποπτον</i>, [[υποψία]], ζήλια, σε Θουκ.· <i>τῷ ὑπόπτῳ μου</i>, από [[υποψία]] για το άτομό μου, στον ίδ.· επίρρ., με [[καχυποψία]], στον ίδ.· ὕποπτον ἔχειν [[πρός]] τινα, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕποπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подозрительный]], [[недоверчивый]] (πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[предполагающий]], [[опасающийся]]: ὕ. ὢν Τρωϊκῆς ἁλώσεως Eur. предвидя взятие Трои;<br /><b class="num">3)</b> [[внушающий подозрение]], [[подозрительный]]: ὕ. τινι Thuc., Eur.; внушающий подозрение кому-л.; ὕ. τινος Plut. или ἐπί τινι Luc. подозреваемый в чем-л.; [[τοῦτο]] [[ὕποπτον]] ἂν γένοιτο Xen. это могло бы возбудить подозрение - см. тж. [[ὕποπτον]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj