Anonymous

ὑποστατικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(postatiko/s
|Beta Code=u(postatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[able]] or [[willing to face]], c. gen. rei, ὑ. τῶν δοκούντων δεινῶν Muson.<span class="title">Fr.</span>8p.39H. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> abs., [[patient]], [[steadfast]], [[firm]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EE</span>1222a33</span> (Comp.); ἔν τινι <span class="bibl">D.S.20.78</span>. Adv -κῶς <span class="bibl">Plb.5.16.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[belonging to substance]], [[substantial]], <span class="bibl">Arr. <span class="title">Epict.</span>1.20.17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. gen. rei, [[giving substance to]], [[causing the existence of]], τῶν ὅλων <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span>p.537</span> S., cf. <span class="title">Inst.</span>25, <span class="bibl">Herm. <span class="title">in Phdr.</span>p.136</span> A., <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>300</span>; opp. [[φθαρτικός]], <span class="bibl">Ammon. <span class="title">in Porph.</span>103.15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">-κόν, τό,</b> [[entrance-fee]] paid by initiates, <span class="title">IG</span>5(1).1390.50 (Andania, i B. C.).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[able]] or [[willing to face]], c. gen. rei, ὑ. τῶν δοκούντων δεινῶν Muson.<span class="title">Fr.</span>8p.39H. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> abs., [[patient]], [[steadfast]], [[firm]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EE</span>1222a33</span> (Comp.); ἔν τινι <span class="bibl">D.S.20.78</span>. Adv -κῶς <span class="bibl">Plb.5.16.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[belonging to substance]], [[substantial]], <span class="bibl">Arr. <span class="title">Epict.</span>1.20.17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. gen. rei, [[giving substance to]], [[causing the existence of]], τῶν ὅλων <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span>p.537</span> S., cf. <span class="title">Inst.</span>25, <span class="bibl">Herm. <span class="title">in Phdr.</span>p.136</span> A., <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>300</span>; opp. [[φθαρτικός]], <span class="bibl">Ammon. <span class="title">in Porph.</span>103.15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">-κόν, τό,</b> [[entrance-fee]] paid by initiates, <span class="title">IG</span>5(1).1390.50 (Andania, i B. C.).</span>
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποστᾰτικός:''' [[стойкий]], [[выносливый]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποστατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑφίστημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπόσταση]], που οφείλεται στην κάθοδο του αίματος, υπό την [[επίδραση]] της βαρύτητας, στα χαμηλότερα [[σημεία]] του σώματος, με τη [[μορφή]] παθητικής υπεραιμίας («υποστατική [[πνευμονία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υποστατική [[ένωση]]»<br /><b>θεολ.</b> [[ένωση]] τών δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, σε μία [[υπόσταση]] ή σε ένα [[πρόσωπο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>θεολ.</b> [[προσωπικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] ή [[πρόθυμος]] να αναλάβει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[υπομονητικός]], [[καρτερικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[υπόσταση]], [[πραγματικός]], [[ουσιώδης]]<br /><b>4.</b> (με γεν. πράγματος) αυτός που αποτελεί την [[ουσία]], την [[υπόσταση]] κάποιου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑποστατικῶς</i> Α<br />υπομονητικά, καρτερικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποστατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑφίστημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπόσταση]], που οφείλεται στην κάθοδο του αίματος, υπό την [[επίδραση]] της βαρύτητας, στα χαμηλότερα [[σημεία]] του σώματος, με τη [[μορφή]] παθητικής υπεραιμίας («υποστατική [[πνευμονία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υποστατική [[ένωση]]»<br /><b>θεολ.</b> [[ένωση]] τών δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, σε μία [[υπόσταση]] ή σε ένα [[πρόσωπο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>θεολ.</b> [[προσωπικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] ή [[πρόθυμος]] να αναλάβει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[υπομονητικός]], [[καρτερικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[υπόσταση]], [[πραγματικός]], [[ουσιώδης]]<br /><b>4.</b> (με γεν. πράγματος) αυτός που αποτελεί την [[ουσία]], την [[υπόσταση]] κάποιου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑποστατικῶς</i> Α<br />υπομονητικά, καρτερικά.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποστᾰτικός:''' [[стойкий]], [[выносливый]] Arst.
}}
}}