Anonymous

αἰών: Difference between revisions

From LSJ
8,164 bytes added ,  5 October 2022
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ, <i>poét.</i> ἡ)<br />temps :<br /><b>1</b> durée de la vie, vie ; destinée, sort : τὸ δὲ μετ’ εὐτυχίαν κακοῦσθαι θνατοῖς βαρὺς [[αἰών]] EUR subir le malheur après la prospérité, voilà un sort pénible pour les mortels;<br /><b>2</b> temps, éternité : δι’ αἰῶνος dans le cours des âges;<br /><b>3</b> âge, génération, monde : ὁ μέλλων [[αἰών]] DÉM les âges à venir, la postérité.<br />'''Étymologie:''' p. *αἰϜών ; cf. <i>lat.</i> aevum.
|btext=ῶνος (ὁ, <i>poét.</i> ἡ)<br />temps :<br /><b>1</b> durée de la vie, vie ; destinée, sort : τὸ δὲ μετ’ εὐτυχίαν κακοῦσθαι θνατοῖς βαρὺς [[αἰών]] EUR subir le malheur après la prospérité, voilà un sort pénible pour les mortels;<br /><b>2</b> temps, éternité : δι’ αἰῶνος dans le cours des âges;<br /><b>3</b> âge, génération, monde : ὁ μέλλων [[αἰών]] DÉM les âges à venir, la postérité.<br />'''Étymologie:''' p. *αἰϜών ; cf. <i>lat.</i> aevum.
}}
{{Autenrieth
|auten=ῶνος (cf. aevum), m., fem. Il. 22.58: [[lifetime]], [[life]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 29: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[αἰών]])<br /><b>βλ.</b> [[αιώνας]].
|mltxt=ο (Α [[αἰών]], ο και η)<br /><b>1.</b> μεγάλο, απεριόριστο [[χρονικό]] [[διάστημα]], στο [[παρελθόν]] ή στο [[μέλλον]], [[μακριά]] [[σειρά]] ετών, [[χρόνια]] και [[χρόνια]] (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για [[δήλωση]] υπερβολής)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «απ' αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο [[παρελθόν]], από πολύ [[παλιά]]<br />εις (τον)αιώνα [(του) αιώνος] ή εις (τους) [[αιώνας]] [(τών) αιώνων], [[συνήθης]] [[κατάληξη]] ύμνων ή δεήσεων εκκλησιαστικών ακολουθιών), για [[πάντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] στο οποίο περιέχεται η ζωή ενός ανθρώπου και τών συγχρόνων του ανθρώπων, [[εποχή]], [[καιρός]]<br /><b>2.</b> χρονική [[περίοδος]] [[εκατό]] ετών, [[εκατονταετία]]<br /><b>3.</b> ορισμένη χρονική ή ιστορική [[περίοδος]] που χαρακτηρίζεται από μία ιστορική [[προσωπικότητα]] ή ένα σπουδαίο [[γεγονός]], παγκόσμιας, [[συνήθως]], σημασίας (π.χ. «[[αιών]] του Περικλέους»)-<br /><b>4.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «στον αιώνα τον [[άπαντα]]» ([[συνήθως]] για [[άρνηση]]) [[ποτέ]], [[ουδέποτε]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[αρχή]] και [[τέλος]] [[χρόνος]], [[άπειρος]] [[χρόνος]], [[αιωνιότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διάστημα]] χιλίων ετών, [[χιλιετία]]<br /><b>2.</b> [[διάστημα]] χρόνου με [[σαφώς]] καθορισμένα όρια, [[κυρίως]] η παρούσα ζωή, ο [[τωρινός]] [[κόσμος]], σε [[αντίθεση]] με τον ακαθόριστο μελλοντικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[διάρκεια]], η [[περίοδος]] της ζωής ενός ανθρώπου και συνεκδ. η [[ίδια]] η ζωή, η ύπαρξη<br /><b>2.</b> [[γενιά]]<br />«αἰῶνα ἐς [[τρίτον]]» (Αισχύλος)<br /><b>3.</b> πεπρωμένο, [[προορισμός]], [[μοίρα]]<br /><b>4.</b> <b>πληθ.</b> οι αιώνες, η [[αιωνιότητα]]<br /><b>5.</b> (για τους Πυθαγορείους)<br />ο [[αριθμός]] 10<br /><b>6.</b> (ως κύριο όνομα) ο Αιών<br />[[γιος]] του Χρόνου (προσωποποιημένη έκφρ. του χρόνου)<br /><b>7.</b> (ως επίθ. του ουσ. [[χρόνος]]) [[ατέλειωτος]], [[αιώνιος]]<br /><b>8.</b> Αιώνες<br />όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονταν διάφορα θεϊκά όντα ή πνεύματα που εξουσίαζαν τους ανθρώπους<br /><b>9.</b> ο [[νωτιαίος]] [[μυελός]] (ως [[έδρα]] της ζωής)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «αἰὼν Αἰακιδάν», περίφρ. [[αντί]] Αἰακίδες<br />«δι' αἰῶνος», αιωνίως<br />«εἰς πάντας τοὺς αἰώνας» και «τὸν δι' αἰῶνος χρόνον», για [[πάντα]]<br />«εἰς τὸν αἰῶνα», [[ποτέ]] πια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[αἰών]] εμφανίζει ιδιαίτερο γλωσσικό [[ενδιαφέρον]] λόγω της ετυμολογικής προελεύσεως και τών ομορρίζων της στην Ελληνική και σε άλλες ΙΕ γλώσσες [[καθώς]] και λόγω της σημασιολογικής της εξελίξεως. Η λ. προήλθε από αρχ. τ. aἰF-ών, έρρινο θεματ. τ. από την ΙΕ [[ρίζα]] aiw-. Αρχ. σημ. της ρίζας ήταν «η ζωτική [[δύναμη]]» που διατηρήθηκε στο αρχ. ινδ. āyu- και στη λ. [[αἰών]], όπως φαίνεται από τη [[συνεκφορά]] της με τη λ. ψυχὴ στον Όμηρο (Π 453 «[[αὐτάρ]] [[ἐπεὶ]] δὴ τον γε λίπῃ [[ψυχή]] τε καὶ [[αἰών]]», [[αφού]] του λείψουν η [[ψυχή]] και της ζωής η [[δύναμη]]), [[λέξη]] που πιθ. επέδρασε αναλογικά στη λ. αἰὼν προσδίδοντας της και θηλ. [[γένος]] (η [[αἰών]]). Εν συνεχεία η λ. σήμανε «τη ζωή» γενικότερα και την [[έδρα]] της ζωής, όπως πίστευαν, «τον νωτιαίο μυελό». Αργότερα δήλωσε «τη [[διάρκεια]] της ζωής» και «τη [[διάρκεια]]» γενικότερα, για να σημάνει τελικά στη φιλοσοφική [[κυρίως]] [[γλώσσα]] «την [[αιωνιότητα]]». Με ειδικότερο προσδιορισμό του μήκους της διαρκείας, η λ. σήμανε στην αρχαία «τη [[γενεά]]», στον μεσαίωνα τη [[χιλιετία]] ([[διάρκεια]] χιλίων ετών) και στους [[μετέπειτα]] χρόνους «τον αιώνα» ([[διάρκεια]] [[εκατό]] ετών). Η [[ίδια]] [[ρίζα]] (aiw-) έδωσε [[λαβή]] στη [[δημιουργία]] πλήθους λεξιλογικών στοιχείων και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, από τα οποία αναφέρουμε ενδεικτικά τα λατ. aevum (ό,τι το ελλην. [[αἰών]]), aetas (<span style="color: red;"><</span> aevitas) «[[ηλικία]]» και [[aeternus]] (<span style="color: red;"><</span> [[aeviternus]]) «[[αιώνιος]]», απ' όπου τα γαλλ. age «[[ηλικία]]» (από το λατ. aetaticum <span style="color: red;"><</span> λατ. aetas), medi-eval «[[μεσαιωνικός]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. medium aevum), longevite «[[μακροβιότητα]]» (μεταγ. λατ. [[longaevitas]] [[aevum]]), eternel «[[αιώνιος]]» (<span style="color: red;"><</span> χριστ. λατ. [[aeternalis]] <span style="color: red;"><</span> λατ. [[aeternus]])<br />τα αρχ. γερμ. aiw «[[πάντοτε]]» και nie... aiw «[[ποτέ]]», απ' όπου τα αγγλ. ever «[[πάντοτε]]», γερμ. [[ewig]] «[[παντοτινός]], [[αιώνιος]]», γερμ. nie «[[ποτέ]]» κ.ά. Από έρρινη [[επίσης]] [[μορφή]] θέματος προήλθε το επίρρ. αἰὲν, πρβλ. και ἀεί), ενώ από ένσιγμη [[μορφή]] θέματος παράγεται ο τ. αἰῶ (<span style="color: red;"><</span> aiFόσa >. Πιθ. [[ακόμη]] από μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας aiw- (<span style="color: red;"><</span> ∂<sub>2 </sub>ei-w-), από [[ρίζα]] y-uw- (<span style="color: red;"><</span> ∂<sub>2</sub>y-eu-) να προέρχονται τα αρχ. περσ. yavāi «για [[πάντα]], [[παντοτινά]]», ινδ.-ιραν. guvan- και λατ. [[iuvenis]] «[[νέος]], νεαράς ηλικίας», που θα σήμαιναν αρχικά «τη ζωτική [[δύναμη]] της νεότητας». Βλ. και ετυμολ. του ἀεί.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιώνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αἰωνιαῖος<br /><b>μσν.</b><br />[[αἰωνίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αιωνόβιος]], [[μακραίων]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσαίων]], εὐταίων, [[αἰωνοχαρής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αἰωνοθαλής]], [[αἰωνοτόκος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 42: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=poet.: apocop. acc. αἰῶ] [[properly]] αἰϝών, [[aevum]], v. [[αἰεί]])]<br />a [[period]] of [[existence]]:<br /><b class="num">1.</b> one's [[life]]-[[time]], [[life]], Hom. and [[attic]] Poets.<br /><b class="num">2.</b> an age, [[generation]], Aesch.; ὁ μέλλων [[αἰών]] [[posterity]], Dem.<br /><b class="num">3.</b> a [[long]] [[space]] of [[time]], an age, ἀπ' αἰῶνος of old, for ages, Hes., NTest.; τὸν δι' αἰῶνος χρόνον for [[ever]], Aesch.; ἅπαντα τὸν αἰ. Lycurg.<br /><b class="num">4.</b> a [[definite]] [[space]] of [[time]], an era, [[epoch]], age, [[period]], ὁ αἰὼν [[οὗτος]] [[this]] [[present]] [[world]], opp. to ὁ μέλλων, NTest.:—[[hence]] its [[usage]] in plural, εἰς τοὺς αἰῶνας for [[ever]], NTest.
|mdlsjtxt=poet.: apocop. acc. αἰῶ] [[properly]] αἰϝών, [[aevum]], v. [[αἰεί]])]<br />a [[period]] of [[existence]]:<br /><b class="num">1.</b> one's [[life]]-[[time]], [[life]], Hom. and [[attic]] Poets.<br /><b class="num">2.</b> an age, [[generation]], Aesch.; ὁ μέλλων [[αἰών]] [[posterity]], Dem.<br /><b class="num">3.</b> a [[long]] [[space]] of [[time]], an age, ἀπ' αἰῶνος of old, for ages, Hes., NTest.; τὸν δι' αἰῶνος χρόνον for [[ever]], Aesch.; ἅπαντα τὸν αἰ. Lycurg.<br /><b class="num">4.</b> a [[definite]] [[space]] of [[time]], an era, [[epoch]], age, [[period]], ὁ αἰὼν [[οὗτος]] [[this]] [[present]] [[world]], opp. to ὁ μέλλων, NTest.:—[[hence]] its [[usage]] in plural, εἰς τοὺς αἰῶνας for [[ever]], NTest.
}}
{{Autenrieth
|auten=ῶνος (cf. aevum), m., fem. Il. 22.58: [[lifetime]], [[life]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe