Anonymous

σφαραγίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=soulever avec bruit.<br />'''Étymologie:''' [[σφάραγος]].
|btext=soulever avec bruit.<br />'''Étymologie:''' [[σφάραγος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σφᾰρᾰγίζω''': δονῶ, μετὰ ψόφου ἠχῶ, καθ’ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐσφαράγιζον, σὺν δ’ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κόνιν τ’ ἐσφαράγιζον, «οἱ δὲ ἄνεμοι σεισμοὺς καὶ κόνιν ἐποίουν, ἠχοῦντες συνετάρασσον» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 706.
|elnltext=σφαραγίζω lawaai maken, onder gebulder opjagen of opwekken.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''σφᾰρᾰγίζω:''' μόνο σε Επικ. παρατ. <i>σφαράγιζον</i>, συνταράζω [[παράγοντας]] κρότο, [[δονώ]] θορυβωδώς, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''σφᾰρᾰγίζω:''' μόνο σε Επικ. παρατ. <i>σφαράγιζον</i>, συνταράζω [[παράγοντας]] κρότο, [[δονώ]] θορυβωδώς, σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=σφαραγίζω lawaai maken, onder gebulder opjagen of opwekken.
|lstext='''σφᾰρᾰγίζω''': δονῶ, μετὰ ψόφου ἠχῶ, καθ’ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐσφαράγιζον, σὺν δ’ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κόνιν τ’ ἐσφαράγιζον, «οἱ δὲ ἄνεμοι σεισμοὺς καὶ κόνιν ἐποίουν, ἠχοῦντες συνετάρασσον» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 706.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σφᾰρᾰγίζω, [from [[σφάραγος]] only in epic imperf. σφαράγιζον]<br />to [[stir]] up with [[noise]] and [[bustle]], Hes.
|mdlsjtxt=σφᾰρᾰγίζω, [from [[σφάραγος]] only in epic imperf. σφαράγιζον]<br />to [[stir]] up with [[noise]] and [[bustle]], Hes.
}}
}}