Anonymous

στελεά: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  6 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />manche d'un outil.<br />'''Étymologie:''' DELG se rattache à [[στέλλω]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />manche d'un outil.<br />'''Étymologie:''' DELG se rattache à [[στέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στελεά''': Ἰων. -εή, ἴδε ἐν λ. [[στειλειή]].
|elnltext=στελεά -ᾶς, ἡ, ep. στειλειή en στελεή, steel (van een bijl):. οὐκ ἤμβροτε... πρώτης στειλειῆς hij miste niet het boveneind van de steel (met zijn pijlschot) Od. 21.422.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. στελεή και [[στειλειή]] και [[στειλέα]], ἡ, Α<br />[[ξύλινος]] [[στειλεός]], ξύλινη [[λαβή]] εργαλείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>στελ</i>-<i>εά</i> / <i>στειλ</i>-<i>ειή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δωρ</i>-<i>εά</i>, <i>νευρ</i>-<i>ειή</i>) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. <i>στέλος</i> και συνδέονται με τα αρμ. <i>stetn</i>, <i>stetun</i>-<i>k</i> «[[κορμός]], [[κλαδί]]» και αγγλοσαξ. <i>stela</i> «[[στέλεχος]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στέλεχος]]). Η [[αναγωγή]] τών τ. στη [[ρίζα]] <i>stel</i>- του [[στέλλω]], αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Παράλληλα με τους τ. του θηλ. [[στελεά]] / [[στειλειή]] μαρτυρούνται και οι τ. αρσενικού γένους <i>στελ</i>-<i>εός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολ</i>-<i>εός</i>), [[στειλεός]], <i>στειλ</i>-<i>ειός</i>, <i>στελ</i>-<i>ειός</i> και το νεοελλ. <i>στελιός</i>, με [[συνίζηση]], [[καθώς]] και οι τ. ουδ. γένους <i>στελ</i>-<i>εόν</i> / <i>στειλ</i>-<i>ειόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολ</i>-<i>εόν</i>). Αρχικοί, [[τέλος]], θεωρούνται οι τ. με θ. <i>στελ</i>-, ενώ ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>στει</i> οφείλεται [[προφανώς]] σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
|mltxt=και επικ. τ. στελεή και [[στειλειή]] και [[στειλέα]], ἡ, Α<br />[[ξύλινος]] [[στειλεός]], ξύλινη [[λαβή]] εργαλείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>στελ</i>-<i>εά</i> / <i>στειλ</i>-<i>ειή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δωρ</i>-<i>εά</i>, <i>νευρ</i>-<i>ειή</i>) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. <i>στέλος</i> και συνδέονται με τα αρμ. <i>stetn</i>, <i>stetun</i>-<i>k</i> «[[κορμός]], [[κλαδί]]» και αγγλοσαξ. <i>stela</i> «[[στέλεχος]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στέλεχος]]). Η [[αναγωγή]] τών τ. στη [[ρίζα]] <i>stel</i>- του [[στέλλω]], αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Παράλληλα με τους τ. του θηλ. [[στελεά]] / [[στειλειή]] μαρτυρούνται και οι τ. αρσενικού γένους <i>στελ</i>-<i>εός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολ</i>-<i>εός</i>), [[στειλεός]], <i>στειλ</i>-<i>ειός</i>, <i>στελ</i>-<i>ειός</i> και το νεοελλ. <i>στελιός</i>, με [[συνίζηση]], [[καθώς]] και οι τ. ουδ. γένους <i>στελ</i>-<i>εόν</i> / <i>στειλ</i>-<i>ειόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολ</i>-<i>εόν</i>). Αρχικοί, [[τέλος]], θεωρούνται οι τ. με θ. <i>στελ</i>-, ενώ ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>στει</i> οφείλεται [[προφανώς]] σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=στελεά -ᾶς, ἡ, ep. στειλειή en στελεή, steel (van een bijl):. οὐκ ἤμβροτε... πρώτης στειλειῆς hij miste niet het boveneind van de steel (met zijn pijlschot) Od. 21.422.
|lstext='''στελεά''': Ἰων. -εή, ἴδε ἐν λ. [[στειλειή]].
}}
}}
{{etym
{{etym