Anonymous

πρηγορεών: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />jabot des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀγείρω]].
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />jabot des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀγείρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρηγορεών -ῶνος, ὁ [πρό, ~ ἀγείρω] krop (van vogels).
}}
{{elru
|elrutext='''πρηγορεών:''' стяж. [[πρηγορών]], ῶνος ὁ зоб (у птиц) Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''πρηγορεών:''' ή [[πρηγορών]], -ῶνος, ὁ, ο [[πρόλοβος]] των πτηνών, σε Αριστοφ. (από τα <i>πρὸ</i>και [[ἀγείρω]], [[επειδή]] τα πτηνά συγκεντρώνουν [[εκεί]] την [[τροφή]] τους [[πριν]] αυτή περάσει στο δεύτερο [[στομάχι]]).
|lsmtext='''πρηγορεών:''' ή [[πρηγορών]], -ῶνος, ὁ, ο [[πρόλοβος]] των πτηνών, σε Αριστοφ. (από τα <i>πρὸ</i>και [[ἀγείρω]], [[επειδή]] τα πτηνά συγκεντρώνουν [[εκεί]] την [[τροφή]] τους [[πριν]] αυτή περάσει στο δεύτερο [[στομάχι]]).
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=πρηγορεών -ῶνος, ὁ [πρό, ~ ἀγείρω] krop (van vogels).
|lstext='''πρηγορεὼν''': ἢ πρηγορών, ῶνος, ὁ «τῶν ὀρνέων ὁ [[πρόλοβος]]» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 374 (μεταφ. ἐπὶ τοῦ Κλέωνος), Ὄρν. 1113, [[ἔνθα]] τοὺς τύπους πρηγορῶνα, ῶνας, ἀποκατέστησεν Bentl. [[χάριν]] τοῦ μέτρου. (Ἐκ τοῦ πρό, [[ἀγείρω]], [[διότι]] ἐν αὐτῷ προαγείρεται, δηλ. προαθροίζεται ἡ τροφὴ τῶν ὀρνέων πρὶν ἢ αὕτη κατέλθῃ εἰς τὸν δεύτερον στόμαχον πρὸς πέψιν, Πολυδ. Βϳ, 204, Ἐτυμολ. Μεγ. 688. 33, Σουΐδ. Ζωναρ.· ― ὁ [[τύπος]] προηγορεὼν ἐν Μεγ. Ἐτυμολ. καὶ Σουΐδ., φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] [[πλημμελής]]).
}}
{{elru
|elrutext='''πρηγορεών:''' стяж. [[πρηγορών]], ῶνος зоб (у птиц) Arph.
}}
}}
{{etym
{{etym