Anonymous

γνῶσις: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[γνώση]].
|mltxt=η (AM [[γνῶσις]]) [[γιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> το να γνωρίζει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> βαθύτερη [[γνώση]] η οποία έχει αποκτηθεί με [[περισυλλογή]] και [[μελέτη]] («[[πηγή]] σοφίας και γνώσεως»)<br /><b>3.</b> [[φρόνηση]], [[σύνεση]] («ήτονε δεκοχτώ [[χρονώ]], μά 'χε γερόντου [[γνώση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[βάζω]] [[γνώση]]» — συνετίζομαι<br /><b>2.</b> «[[φέρω]] εις γνώσιν (κάποιου)» — [[πληροφορώ]]<br /><b>3.</b> «[[λαμβάνω]] γνώσιν» — πληροφορούμαι<br /><b>4.</b> «[[είμαι]] εν γνώσει» — [[γνωρίζω]], έχω ενημερωθεί<br /><b>5.</b> «έχουν [[γνώση]] οι φύλακες» — έχουν ήδη λάβει τα [[μέτρα]] τους [[εναντίον]] [[κάθε]] επιβουλής<br /><b>6.</b> «[[κοντά]] στον νου κι η [[γνώση]]» — η [[εξυπνάδα]] [[πρέπει]] να συνδυάζεται με [[σύνεση]] και [[προσοχή]]<br /><b>7.</b> «στερνή μου [[γνώση]] να σ' είχα [[πρώτα]]» — όταν αναγνωρίζεται ένα [[σφάλμα]] [[κάπως]] [[αργά]]<br />(αρχ.- μσν.) [[γνώμη]], [[άποψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δικαστική [[έρευνα]]<br /><b>2.</b> [[γνωριμία]] (με κάποιο [[πρόσωπο]]) («[[γνῶσις]] [[πρός]] τινα»)<br /><b>3.</b> [[υπόληψη]], [[φήμη]]<br /><b>4.</b> σαρκική [[ένωση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm