Anonymous

δεινότης: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>ref. a abstr. [[carácter terrible]], [[aspecto que impone]] c. gen. μὴ ὧν πεισόμεθα μόνον δεινότητα κατανοοῦντας considerando no sólo el horror de las cosas que sufriremos</i> Th.3.59, εἰ ... μὴ φόβῳ ... νεῶν δεινότητος κατάπλου ὑποχωροίη Th.4.10, τοῦ εἰργμοῦ τὴν δεινότητα κατιδοῦσα Pl.<i>Phd</i>.82e, νόμων δ. rigor de las leyes</i> Th.3.46<br /><b class="num">•</b>[[exageración]] χαρᾶς δ. alegría exagerada</i> Hp.<i>Praec</i>.14.<br /><b class="num">2</b> ref. a pers. [[rectitud]], [[severidad]] como virtud de los gobernantes σεμνότητα καὶ δεινότητα καὶ εὐεργεσίαν Ph.2.424.<br /><b class="num">II</b> del carácter extraordinario de una pers.<br /><b class="num">1</b> sent. posit. [[habilidad]], [[destreza]] ἡ ὡς ἀληθῶς δ. ἀνδρός Pl.<i>Tht</i>.176c, αἱ δ' ἄλλαι δεινότητές τε ... καὶ σοφίαι Pl.<i>Tht</i>.176c, cf. <i>Ep</i>.358c, D.Chr.12.45, δ.· [[διάθεσις]] καθ' ἣν ὁ ἔχων στοχαστικός ἐστιν τοῦ ἰδίου τέλους Pl.<i>Def</i>.413a, ἔστιν δή τις [[δύναμις]] ἣν καλοῦσι δεινότητα Arist.<i>EN</i> 1144<sup>a</sup>23, ἐπιδεικνύμενοι λόγων δεινότητα mostrando habilidad literaria</i> I.<i>AI</i> 1.2, cf. <i>BI</i> 1.440, <i>Ap</i>.2.182, Numen.25.28, δεινότητι διανοίας por lo impresionante de su pensamiento</i> D.Chr.18.11<br /><b class="num">•</b>esp. [[habilidad oratoria]], [[elocuencia]] Th.3.37, D.18.277, ἐν τοῖς λόγοις Isoc.1.4, δ. τῶν λόγων Alcid.2.29, λόγου Plu.<i>Pomp</i>.77, cf. Luc.<i>Hist.Cons</i>.58, Philostr.<i>VS</i> 486, δ. ῥητορική <i>PMasp</i>.295.3.26 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> sent. peyor. [[habilidad]] unida a cierta falsedad [[astucia]] esp. [[habilidad oratoria]] ὅση δ. ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ D.18.144, ref. a un συκοφάντης D.18.242, op. [[ἀλήθεια]] Antipho 5.5, ἀντὶ τῆς Δημοσθένους δεινότητος D.Chr.2.19, ῥητορικὴ τάς τε ἐν ἑκάστοις δεινότητας ἐξετάζουσα Ph.1.158, cf. 2.476, ὁπόσον ἢ δεινότητος ἢ ἀκμῆς ἐπεπόριστο ἐν τοῖς λόγοις Luc.<i>Pisc</i>.25, cf. <i>Alex</i>.4, κακούργως ἑρμενευόντων δεινότητα Iust.<i>Nou</i>.18.11.<br /><b class="num">3</b> ret. [[fuerza oratoria]], [[intensidad]] τὰ ἀριστεῖα τῆς ἐν λόγοις δεινότητος D.H.<i>Comp</i>.18.15, cf. <i>Th</i>.53.1, [[ἀπρόσιτος]] δ. fuerza oratoria inalcanzable</i> Longin.34.4, τὰ σύμβολα ἔχει δεινότητας las expresiones simbólicas tienen fuerza oratoria</i> Demetr.<i>Eloc</i>.243, cf. Philostr.<i>VS</i> 500, 510, 564, Hermog.<i>Id</i>.2.9 (p.368, 369).
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>ref. a abstr. [[carácter terrible]], [[aspecto que impone]] c. gen. μὴ ὧν πεισόμεθα μόνον δεινότητα κατανοοῦντας considerando no sólo el horror de las cosas que sufriremos</i> Th.3.59, εἰ ... μὴ φόβῳ ... νεῶν δεινότητος κατάπλου ὑποχωροίη Th.4.10, τοῦ εἰργμοῦ τὴν δεινότητα κατιδοῦσα Pl.<i>Phd</i>.82e, νόμων δ. rigor de las leyes</i> Th.3.46<br /><b class="num">•</b>[[exageración]] χαρᾶς δ. alegría exagerada</i> Hp.<i>Praec</i>.14.<br /><b class="num">2</b> ref. a pers. [[rectitud]], [[severidad]] como virtud de los gobernantes σεμνότητα καὶ δεινότητα καὶ εὐεργεσίαν Ph.2.424.<br /><b class="num">II</b> del carácter extraordinario de una pers.<br /><b class="num">1</b> sent. posit. [[habilidad]], [[destreza]] ἡ ὡς ἀληθῶς δ. ἀνδρός Pl.<i>Tht</i>.176c, αἱ δ' ἄλλαι δεινότητές τε ... καὶ σοφίαι Pl.<i>Tht</i>.176c, cf. <i>Ep</i>.358c, D.Chr.12.45, δ.· [[διάθεσις]] καθ' ἣν ὁ ἔχων στοχαστικός ἐστιν τοῦ ἰδίου τέλους Pl.<i>Def</i>.413a, ἔστιν δή τις [[δύναμις]] ἣν καλοῦσι δεινότητα Arist.<i>EN</i> 1144<sup>a</sup>23, ἐπιδεικνύμενοι λόγων δεινότητα mostrando habilidad literaria</i> I.<i>AI</i> 1.2, cf. <i>BI</i> 1.440, <i>Ap</i>.2.182, Numen.25.28, δεινότητι διανοίας por lo impresionante de su pensamiento</i> D.Chr.18.11<br /><b class="num">•</b>esp. [[habilidad oratoria]], [[elocuencia]] Th.3.37, D.18.277, ἐν τοῖς λόγοις Isoc.1.4, δ. τῶν λόγων Alcid.2.29, λόγου Plu.<i>Pomp</i>.77, cf. Luc.<i>Hist.Cons</i>.58, Philostr.<i>VS</i> 486, δ. ῥητορική <i>PMasp</i>.295.3.26 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> sent. peyor. [[habilidad]] unida a cierta falsedad [[astucia]] esp. [[habilidad oratoria]] ὅση δ. ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ D.18.144, ref. a un συκοφάντης D.18.242, op. [[ἀλήθεια]] Antipho 5.5, ἀντὶ τῆς Δημοσθένους δεινότητος D.Chr.2.19, ῥητορικὴ τάς τε ἐν ἑκάστοις δεινότητας ἐξετάζουσα Ph.1.158, cf. 2.476, ὁπόσον ἢ δεινότητος ἢ ἀκμῆς ἐπεπόριστο ἐν τοῖς λόγοις Luc.<i>Pisc</i>.25, cf. <i>Alex</i>.4, κακούργως ἑρμενευόντων δεινότητα Iust.<i>Nou</i>.18.11.<br /><b class="num">3</b> ret. [[fuerza oratoria]], [[intensidad]] τὰ ἀριστεῖα τῆς ἐν λόγοις δεινότητος D.H.<i>Comp</i>.18.15, cf. <i>Th</i>.53.1, [[ἀπρόσιτος]] δ. fuerza oratoria inalcanzable</i> Longin.34.4, τὰ σύμβολα ἔχει δεινότητας las expresiones simbólicas tienen fuerza oratoria</i> Demetr.<i>Eloc</i>.243, cf. Philostr.<i>VS</i> 500, 510, 564, Hermog.<i>Id</i>.2.9 (p.368, 369).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δεινότης -ητος, ἡ [δεινός] angstaanjagendheid, hardheid, strengheid:. τῶν νόμων δ. de strengheid van de wetten Thuc. 3.46.4; ὧν πεισόμεθα... δεινότητα het vreselijke lot dat wij zullen ondergaan Thuc. 3.59.1. bedrevenheid: spec. van redenaar:; διὰ δόξαν δεινότητος vanwege zijn reputatie van bekwaamheid (als spreker) Thuc. 8.68.1; ongunstig gewiekstheid, sluwheid:. ὅση δεινότης ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ θεάσεσθε u zult aanschouwen hoeveel gewiekstheid er in Philippus school Dem. 18.144.
|elnltext=δεινότης -ητος, ἡ [δεινός] angstaanjagendheid, hardheid, strengheid:. τῶν νόμων δ. de strengheid van de wetten Thuc. 3.46.4; ὧν πεισόμεθα... δεινότητα het vreselijke lot dat wij zullen ondergaan Thuc. 3.59.1. bedrevenheid: spec. van redenaar:; διὰ δόξαν δεινότητος vanwege zijn reputatie van bekwaamheid (als spreker) Thuc. 8.68.1; ongunstig gewiekstheid, sluwheid:. ὅση δεινότης ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ θεάσεσθε u zult aanschouwen hoeveel gewiekstheid er in Philippus school Dem. 18.144.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεινότης:''' -ητος, ἡ ([[δεινός]]),<br /><b class="num">I.</b> [[φοβερότητα]], σε Θουκ.· [[τραχύτητα]], [[αυστηρότητα]], [[σκληρότητα]], [[ακαμψία]], <i>νόμων</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φυσική]] [[ικανότητα]], [[επιτηδειότητα]], ιδιοφυΐα, [[πανουργία]], [[δεξιότητα]], σε Δημ.· [[ιδίως]], λέγεται για ένα ρήτορα, σε Θουκ., Δημ.
|lsmtext='''δεινότης:''' -ητος, ἡ ([[δεινός]]),<br /><b class="num">I.</b> [[φοβερότητα]], σε Θουκ.· [[τραχύτητα]], [[αυστηρότητα]], [[σκληρότητα]], [[ακαμψία]], <i>νόμων</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φυσική]] [[ικανότητα]], [[επιτηδειότητα]], ιδιοφυΐα, [[πανουργία]], [[δεξιότητα]], σε Δημ.· [[ιδίως]], λέγεται για ένα ρήτορα, σε Θουκ., Δημ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[cleverness]], [[dreadfulness]], [[seriousness]], [[shrewdness]], [[terribleness]]
|woodrun=[[cleverness]], [[dreadfulness]], [[seriousness]], [[shrewdness]], [[terribleness]]
}}
{{trml
|trtx====dexterity===
Bulgarian: сръчност, ловкост; Catalan: destresa; Chinese Mandarin: 機巧, 机巧, 靈巧, 灵巧; Czech: zručnost, šikovnost; Danish: fingerfærdighed; Dutch: [[handigheid]]; Finnish: näppäryys, taitavuus; French: [[dextérité]]; Georgian: მოხერხებულობა, სიმარჯვე, ოსტატურობა, გაწაფულობა, სიმკვირცხლე, შნო; German: [[Fingerfertigkeit]], [[Geschicklichkeit]], [[Gewandtheit]]; Greek: [[επιδεξιότητα]], [[δεξιοσύνη]], [[επιτηδειότητα]], [[μαστοριά]]; Ancient Greek: [[ἀμφιδεξιότης]], [[δεινότης]], [[δεξιότης]], [[ἐπιδεξιότης]], [[εὐθιξία]], [[εὐμάρεια]], [[εὐχειρία]], [[εὐχειρίη]], [[εὐχέρεια]], [[πρᾶξις]], [[ταχυχειρία]]; Hebrew: זריזות‎, גמישות‎, מיומנות‎, קלות תנועה‎; Hungarian: kézügyesség, ügyesség, fürgeség; Indonesian: ketangkasan; Italian: [[destrezza]]; Japanese: 器用さ, 素早さ; Latin: [[agilitas]], [[pernicitas]]; Lithuanian: miklumas; Macedonian: спретност, умешност; Old English: handcræft; Persian: چیره‌دستی‎, زبردستی‎, تردستی‎; Polish: zręczność, zwinność; Portuguese: [[destreza]]; Romanian: dexteritate, îndemânare, iscusință, dibăcie, abilitate; Russian: [[ловкость]], [[сноровка]], [[проворность]], [[проворство]], [[подвижность]]; Slovak: zručnosť, obratnosť; Spanish: [[destreza]]; Swedish: skicklighet, fingerfärdighet, händighet; Telugu: నైపుణ్యము
}}
}}