Anonymous

ὕβρις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EL==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpel |wkeltx=$3 }}$4"
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpen |wketx=$3 }}$4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EL==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpel |wkeltx=$3 }}$4")
Line 56: Line 56:
|mltxt=ύβρις<br /><b class="num">(I)</b><br />-εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και -εος και επικ. και ιων. τ. -ιος<br /><b class="num">1.</b> έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου<br /><b class="num">2.</b> (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά απέναντι στους θεούς ή σε εκπροσώπους τών θεών (α. «τα λόγια που απηύθυνε ο βασιλιάς Οιδίποδας στον μάντη Τειρεσία αποτελούσαν ύβρι» β. «ὕβρις τόδ' ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν», Ευρ.)<br /><b class="num">3.</b> φρ. α) «ὕβρεως γραφή»<br />(αττ. δίκ.) γραφή, αγωγή με την οποία εισαγόταν σε δίκη όποιος είχε προσβάλει με λόγια ή με έργα κάποιον και η οποία συνεπαγόταν, σε περίπτωση αποδοχής της, ποινές που ήταν χρηματικό πρόστιμο, η ελαφρότερη, ή θάνατος η σκληρότερη, όπως συνέβαινε λ.χ. σε περίπτωση προσβολής ανηλίκου ή γυναίκας<br />β) «ύβρεως λίθος»<br />(στην αρχ. Αθήνα) το εδώλιο τού κατηγορουμένου στον Άρειο Πάγο<br />γ) «ύβρεως ἀγωγή»<br />ρωμ. δίκ. αγωγή ασκούμενη από τον πατέρα-αρχηγό τής οικογένειας σε περίπτωση προσβολής τών τέκνων ή τής συζύγου<br />'''αρχ.'''<br /><b class="num">1.</b> αυθάδεια, αναίδεια («δυσσεβείας μὲν ὕβρις τέκος», Αισχύλ.)<br /><b class="num">2.</b> (κυρίως στην Οδ. σχετικά με τους μνηστήρες) αυθάδης βία, αλαζονική και προπετής διαγωγή κάποιου, που πηγάζει από έντονο πάθος ή από υπερεκτίμηση τής δύναμής του («μνηστήρων, τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἴκει», Ομ. Οδ.)<br /><b class="num">3.</b> κακομεταχείριση, προσβολή που έχει ως αφετηρία την αυθάδεια ή την αλαζονεία<br /><b class="num">4.</b> σφοδρή επιθυμία για σαρκική επαφή, ακολασία<br /><b class="num">5.</b> ασελγής πράξη<br /><b class="num">6.</b> μοιχεία<br /><b class="num">7.</b> κάθε αισχρή και ασελγής πράξη και, κυρίως, ο βιασμός γυναικών<br /><b class="num">8.</b> (για ζώα) η βαρβατίλα, το ατίθασο, η αγριότητα<br /><b class="num">9.</b> τρικυμία που συνεπάγεται κίνδυνο για τους ναυτιλλομένους<br /><b class="num">10.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) ὕβρει<br />με αλαζονεία, με προπέτεια<br /><b class="num">11.</b> φρ. «οἴνου ὕβρις» — η ζύμωση τού κρασιού (Αιλ.).<br /><br />['''ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ''' Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές και σημασιολογικές δυσχέρειες, η λ. ὕ-βρις είναι σύνθ. από τον τ. ὑ, ισοδύναμο τού επί (βλ. ὑ), και το θ. τής λ. βριαρός «δυνατός, στιβαρός» (βλ. λ. βρίθω), οπότε η σημ. τής λ. θα πρέπει να έχει προέλθει από μια αρχική σημ. «ορμώ, πέφτω πάνω σε κάτι με όλη μου τη δύναμη». Η παλαιότερη σύνδεση τής λ. με τον τ. ὑπέρ, με την έννοια τής υπέρβασης τών ορίων, δεν θεωρείται και πολύ πιθανή από μορφολογική, κυρίως, άποψη. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι η λ. είναι δάνειο από κάποιον ανάλογο τ. τής Χεττιτικής<br />Λουβιτικής. Η λ. ὕβρις κατέχει σημαντική θέση στον χώρο τής ηθικής και τού δικαίου τών Αρχαίων και δηλώνει την παραβίαση τών κανόνων, την υπέρβαση τών ορίων τού ανθρώπου, που προκαλείται από το πάθος, την αλαζονεία, την αυθάδεια, και συνδέεται σε ορισμένες περιπτώσεις με τη λ. κόρος, η οποία αναφέρεται στην αλαζονεία, στην ύβρι που προέρχεται από την πληθώρα, την αφθονία αγαθών].<br /><br /><b class="num">(II)</b><br />-εως, ὁ Α<br />(ποιητ. τ.)<br /><b class="num">1.</b> υβριστής<br /><b class="num">2.</b> όνομα σατύρου.<br />['''ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ''' < ὕβρις, ἡ, με αλλαγή γένους].
|mltxt=ύβρις<br /><b class="num">(I)</b><br />-εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και -εος και επικ. και ιων. τ. -ιος<br /><b class="num">1.</b> έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου<br /><b class="num">2.</b> (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά απέναντι στους θεούς ή σε εκπροσώπους τών θεών (α. «τα λόγια που απηύθυνε ο βασιλιάς Οιδίποδας στον μάντη Τειρεσία αποτελούσαν ύβρι» β. «ὕβρις τόδ' ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν», Ευρ.)<br /><b class="num">3.</b> φρ. α) «ὕβρεως γραφή»<br />(αττ. δίκ.) γραφή, αγωγή με την οποία εισαγόταν σε δίκη όποιος είχε προσβάλει με λόγια ή με έργα κάποιον και η οποία συνεπαγόταν, σε περίπτωση αποδοχής της, ποινές που ήταν χρηματικό πρόστιμο, η ελαφρότερη, ή θάνατος η σκληρότερη, όπως συνέβαινε λ.χ. σε περίπτωση προσβολής ανηλίκου ή γυναίκας<br />β) «ύβρεως λίθος»<br />(στην αρχ. Αθήνα) το εδώλιο τού κατηγορουμένου στον Άρειο Πάγο<br />γ) «ύβρεως ἀγωγή»<br />ρωμ. δίκ. αγωγή ασκούμενη από τον πατέρα-αρχηγό τής οικογένειας σε περίπτωση προσβολής τών τέκνων ή τής συζύγου<br />'''αρχ.'''<br /><b class="num">1.</b> αυθάδεια, αναίδεια («δυσσεβείας μὲν ὕβρις τέκος», Αισχύλ.)<br /><b class="num">2.</b> (κυρίως στην Οδ. σχετικά με τους μνηστήρες) αυθάδης βία, αλαζονική και προπετής διαγωγή κάποιου, που πηγάζει από έντονο πάθος ή από υπερεκτίμηση τής δύναμής του («μνηστήρων, τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἴκει», Ομ. Οδ.)<br /><b class="num">3.</b> κακομεταχείριση, προσβολή που έχει ως αφετηρία την αυθάδεια ή την αλαζονεία<br /><b class="num">4.</b> σφοδρή επιθυμία για σαρκική επαφή, ακολασία<br /><b class="num">5.</b> ασελγής πράξη<br /><b class="num">6.</b> μοιχεία<br /><b class="num">7.</b> κάθε αισχρή και ασελγής πράξη και, κυρίως, ο βιασμός γυναικών<br /><b class="num">8.</b> (για ζώα) η βαρβατίλα, το ατίθασο, η αγριότητα<br /><b class="num">9.</b> τρικυμία που συνεπάγεται κίνδυνο για τους ναυτιλλομένους<br /><b class="num">10.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) ὕβρει<br />με αλαζονεία, με προπέτεια<br /><b class="num">11.</b> φρ. «οἴνου ὕβρις» — η ζύμωση τού κρασιού (Αιλ.).<br /><br />['''ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ''' Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές και σημασιολογικές δυσχέρειες, η λ. ὕ-βρις είναι σύνθ. από τον τ. ὑ, ισοδύναμο τού επί (βλ. ὑ), και το θ. τής λ. βριαρός «δυνατός, στιβαρός» (βλ. λ. βρίθω), οπότε η σημ. τής λ. θα πρέπει να έχει προέλθει από μια αρχική σημ. «ορμώ, πέφτω πάνω σε κάτι με όλη μου τη δύναμη». Η παλαιότερη σύνδεση τής λ. με τον τ. ὑπέρ, με την έννοια τής υπέρβασης τών ορίων, δεν θεωρείται και πολύ πιθανή από μορφολογική, κυρίως, άποψη. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι η λ. είναι δάνειο από κάποιον ανάλογο τ. τής Χεττιτικής<br />Λουβιτικής. Η λ. ὕβρις κατέχει σημαντική θέση στον χώρο τής ηθικής και τού δικαίου τών Αρχαίων και δηλώνει την παραβίαση τών κανόνων, την υπέρβαση τών ορίων τού ανθρώπου, που προκαλείται από το πάθος, την αλαζονεία, την αυθάδεια, και συνδέεται σε ορισμένες περιπτώσεις με τη λ. κόρος, η οποία αναφέρεται στην αλαζονεία, στην ύβρι που προέρχεται από την πληθώρα, την αφθονία αγαθών].<br /><br /><b class="num">(II)</b><br />-εως, ὁ Α<br />(ποιητ. τ.)<br /><b class="num">1.</b> υβριστής<br /><b class="num">2.</b> όνομα σατύρου.<br />['''ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ''' < ὕβρις, ἡ, με αλλαγή γένους].
}}
}}
==Wikipedia EL==
{{wkpel
Η ύβρις ήταν βασική αντίληψη της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ελλήνων. Όταν κάποιος, υπερεκτιμώντας τις ικανότητες και τη δύναμή του (σωματική, αλλά κυρίως πολιτική, στρατιωτική και οικονομική), συμπεριφερόταν με βίαιο, αλαζονικό και προσβλητικό τρόπο απέναντι στους άλλους, στους νόμους της πολιτείας και κυρίως απέναντι στον άγραφο θεϊκό νόμο -που επέβαλλαν όρια στην ανθρώπινη δράση-, θεωρούνταν ότι διέπραττε «ὕβριν», δηλ. παρουσίαζε συμπεριφορά με την οποία επιχειρούσε να υπερβεί τη θνητή φύση του και να εξομοιωθεί με τους θεούς, με συνέπεια την προσβολή και τον εξοργισμό τους.<br />Η βίαια, αυθάδης και αλαζονική αυτή στάση/συμπεριφορά, που αποτελούσε για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο παραβίαση της ηθικής τάξης και απόπειρα ανατροπής της κοινωνικής ισορροπίας και γενικότερα της τάξης του κόσμου, πιστευόταν ότι (επαναλαμβανόμενη, και μάλιστα μετά από προειδοποιήσεις των ίδιων των θεών) οδηγούσε τελικά στην πτώση και καταστροφή του «ὑβριστοῦ» (ὕβρις > ὑβρίζω > ὑβριστής).<br />Αποδίδοντας την αντίληψη σχετικά με την ύβρη και τις συνέπειές της, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στην αρχαιότερή της μορφή, με το σχήμα ἄτη → ὕβρις → νέμεσις → τίσις  μπορούμε να πούμε ότι οι αρχαίοι πίστευαν πως μια «ὕβρις» συνήθως προκαλούσε την επέμβαση των θεών, και κυρίως του Δία, που έστελνε στον υβριστή την «ἄτην», δηλαδή το θόλωμα, την τύφλωση του νου. Αυτή με τη σειρά της οδηγούσε τον υβριστή σε νέες ύβρεις, ώσπου να διαπράξει μια πολύ μεγάλη α-νοησία, να υποπέσει σε ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, το οποίο προκαλούσε την «νέμεσιν», την οργή και εκδίκηση δηλαδή των θεών, που επέφερε την «τίσιν», δηλ. την τιμωρία και τη συντριβή/καταστροφή του.<br />Από την κλασική εποχή και μετά, σε πολλές περιπτώσεις οι έννοιες Άτη, Δίκη και Νέμεσις φαίνεται να αποκτούν στη συνείδηση των ανθρώπων ισοδύναμη σημασία, αυτήν της θείας τιμωρίας.
|wkeltx=Η ύβρις ήταν βασική αντίληψη της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ελλήνων. Όταν κάποιος, υπερεκτιμώντας τις ικανότητες και τη δύναμή του (σωματική, αλλά κυρίως πολιτική, στρατιωτική και οικονομική), συμπεριφερόταν με βίαιο, αλαζονικό και προσβλητικό τρόπο απέναντι στους άλλους, στους νόμους της πολιτείας και κυρίως απέναντι στον άγραφο θεϊκό νόμο -που επέβαλλαν όρια στην ανθρώπινη δράση-, θεωρούνταν ότι διέπραττε «ὕβριν», δηλ. παρουσίαζε συμπεριφορά με την οποία επιχειρούσε να υπερβεί τη θνητή φύση του και να εξομοιωθεί με τους θεούς, με συνέπεια την προσβολή και τον εξοργισμό τους.<br />Η βίαια, αυθάδης και αλαζονική αυτή στάση/συμπεριφορά, που αποτελούσε για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο παραβίαση της ηθικής τάξης και απόπειρα ανατροπής της κοινωνικής ισορροπίας και γενικότερα της τάξης του κόσμου, πιστευόταν ότι (επαναλαμβανόμενη, και μάλιστα μετά από προειδοποιήσεις των ίδιων των θεών) οδηγούσε τελικά στην πτώση και καταστροφή του «ὑβριστοῦ» (ὕβρις > ὑβρίζω > ὑβριστής).<br />Αποδίδοντας την αντίληψη σχετικά με την ύβρη και τις συνέπειές της, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στην αρχαιότερή της μορφή, με το σχήμα ἄτη → ὕβρις → νέμεσις → τίσις  μπορούμε να πούμε ότι οι αρχαίοι πίστευαν πως μια «ὕβρις» συνήθως προκαλούσε την επέμβαση των θεών, και κυρίως του Δία, που έστελνε στον υβριστή την «ἄτην», δηλαδή το θόλωμα, την τύφλωση του νου. Αυτή με τη σειρά της οδηγούσε τον υβριστή σε νέες ύβρεις, ώσπου να διαπράξει μια πολύ μεγάλη α-νοησία, να υποπέσει σε ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, το οποίο προκαλούσε την «νέμεσιν», την οργή και εκδίκηση δηλαδή των θεών, που επέφερε την «τίσιν», δηλ. την τιμωρία και τη συντριβή/καταστροφή του.<br />Από την κλασική εποχή και μετά, σε πολλές περιπτώσεις οι έννοιες Άτη, Δίκη και Νέμεσις φαίνεται να αποκτούν στη συνείδηση των ανθρώπων ισοδύναμη σημασία, αυτήν της θείας τιμωρίας.
}}
==Wiktionary EL==
==Wiktionary EL==
# συνήθως στον πληθυντικό '''ύβρεις''': [[βρισιά|βρισιές]]
# συνήθως στον πληθυντικό '''ύβρεις''': [[βρισιά|βρισιές]]