Anonymous

ὕπαιθρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(==Wikipedia FR==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpfr |wkfrtx=$3 }}$4"
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpen |wketx=$3 }}$4")
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia FR==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpfr |wkfrtx=$3 }}$4")
Line 16: Line 16:
|lstext='''ὕπαιθρος''': -ον, = τῷ προηγ., ὕπ. εὐνὴ Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· στρατιῶται Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 14· [[παραχειμασία]] Πολύβ. 3. 8, 2· δυνάμεις ὁ αὐτ. 1. 82, 14 πόλεμοι Διον. Ἁλ. 6. 22· ὕπαιθρον ὕλην λεῖπε Βάβριος 12. 14 Boisson. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐν ὑπαίθρῳ sub Dio, ἔξω εἰς τὸ ὕπαιθρον, Ἀντιφῶν 130. 29, Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 6, Οἰκ. 7. 19· σπανίως ἐν τῇ ὀνομ. τὸ ὕπ. τῆς αὐλῆς Λουκ. Συμπ. 20 2) ἐν στριατιωτικῇ γλώσσῃ ἀπὸ τοῦ Πολυβ. καὶ ἑξῆς, τὰ ὕπαιθρα, ἡ ἀναπεπταμένη [[χώρα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὠχυρωμένα μέρη, τῶν ὑπ. κρατεῖν, ἀντιποιεῖσθαι 1. 12, 4., 40 6· μάχεσθαι ἐν τοῖς ὑπαίθροις 17. 3, 4· τῶν ὑπ. ἐκχωρῶ, ἀποσύρομαι ἐκ τῆς ὑπαίθρου χώρας καὶ κατακλείομαι ἐν ταῖς πόλεσιν, 9. 3, 6· ἡ ἐν ὑπαίθροις [[οἰκονομία]] 6. 12, 5· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ εἰς ὕπαιθρον ἐξελθεῖν, ἐξελθεῖν εἰς [[πεδίον]] μάχης, 10. 3, 4. 3) ἡ [[ὕπαιθρος]] (ἐξυπ. γῆ), = τὰ ὕπαιθρα, τὸ [[πεδίον]], οἱ ἀγροί, Διον. Ἁλ. 8. 63, 9. 6. 4) [[ἀνοικτός]], [[ἄνευ]] ὀροφῆς ἢ στέγης, aedificia, ambula iores hyp., Vitruv. 1. 2 § 27., 5. 9 § 67 - hypaethros (δηλ. [[ναός]]), ὁ [[ἄνευ]] στέγης, ἀνοικτὸς [[ἄνωθεν]], ὁ αὐτ. 3. 1 § 22· - Ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ. εἰ μὴ μόνον ἐν τῇ φράσει ἐν ὑπαίθρω· ὁ δὲ [[τύπος]] ὁ παρ’ αὐτοῖς ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ. [[εἶναι]] ἀεὶ [[ὑπαίθριος]]· ἴδε Ξεν. Οἰκ. 7, 20, [[ἔνθα]] αἱ ἐν [τῷ] ὑπαίθρῳ ἐργασίαι [[εἶναι]] συνώνυμον τῷ ὑπαίθρια ἔργα.
|lstext='''ὕπαιθρος''': -ον, = τῷ προηγ., ὕπ. εὐνὴ Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· στρατιῶται Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 14· [[παραχειμασία]] Πολύβ. 3. 8, 2· δυνάμεις ὁ αὐτ. 1. 82, 14 πόλεμοι Διον. Ἁλ. 6. 22· ὕπαιθρον ὕλην λεῖπε Βάβριος 12. 14 Boisson. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐν ὑπαίθρῳ sub Dio, ἔξω εἰς τὸ ὕπαιθρον, Ἀντιφῶν 130. 29, Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 6, Οἰκ. 7. 19· σπανίως ἐν τῇ ὀνομ. τὸ ὕπ. τῆς αὐλῆς Λουκ. Συμπ. 20 2) ἐν στριατιωτικῇ γλώσσῃ ἀπὸ τοῦ Πολυβ. καὶ ἑξῆς, τὰ ὕπαιθρα, ἡ ἀναπεπταμένη [[χώρα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὠχυρωμένα μέρη, τῶν ὑπ. κρατεῖν, ἀντιποιεῖσθαι 1. 12, 4., 40 6· μάχεσθαι ἐν τοῖς ὑπαίθροις 17. 3, 4· τῶν ὑπ. ἐκχωρῶ, ἀποσύρομαι ἐκ τῆς ὑπαίθρου χώρας καὶ κατακλείομαι ἐν ταῖς πόλεσιν, 9. 3, 6· ἡ ἐν ὑπαίθροις [[οἰκονομία]] 6. 12, 5· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ εἰς ὕπαιθρον ἐξελθεῖν, ἐξελθεῖν εἰς [[πεδίον]] μάχης, 10. 3, 4. 3) ἡ [[ὕπαιθρος]] (ἐξυπ. γῆ), = τὰ ὕπαιθρα, τὸ [[πεδίον]], οἱ ἀγροί, Διον. Ἁλ. 8. 63, 9. 6. 4) [[ἀνοικτός]], [[ἄνευ]] ὀροφῆς ἢ στέγης, aedificia, ambula iores hyp., Vitruv. 1. 2 § 27., 5. 9 § 67 - hypaethros (δηλ. [[ναός]]), ὁ [[ἄνευ]] στέγης, ἀνοικτὸς [[ἄνωθεν]], ὁ αὐτ. 3. 1 § 22· - Ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ. εἰ μὴ μόνον ἐν τῇ φράσει ἐν ὑπαίθρω· ὁ δὲ [[τύπος]] ὁ παρ’ αὐτοῖς ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ. [[εἶναι]] ἀεὶ [[ὑπαίθριος]]· ἴδε Ξεν. Οἰκ. 7, 20, [[ἔνθα]] αἱ ἐν [τῷ] ὑπαίθρῳ ἐργασίαι [[εἶναι]] συνώνυμον τῷ ὑπαίθρια ἔργα.
}}
}}
==Wikipedia FR==
{{wkpfr
[[hypèthre]]: Se dit d'un édifice n'étant pas couvert du tout ou en partie d'un toit. (En général) un temple dont la cella est à ciel ouvert. (Par extension) ce terme qualifie un édifice dont le centre est à ciel ouvert, ou une ouverture ajourée d'un édifice grec ou romain (en général au-dessus d'une porte).
|wkfrtx=[[hypèthre]]: Se dit d'un édifice n'étant pas couvert du tout ou en partie d'un toit. (En général) un temple dont la cella est à ciel ouvert. (Par extension) ce terme qualifie un édifice dont le centre est à ciel ouvert, ou une ouverture ajourée d'un édifice grec ou romain (en général au-dessus d'une porte).
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕπαιθρος:''' -ον,<br /><b class="num">1.</b> = το προηγ.· <i>ὕπαιθρον</i>, <i>τό</i>, ως ουσ., <i>ἐν ὑπαίθρῳ</i>, [[sub]] [[Dio]], στο ύπαιθρο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὰ ὕπαιθρα</i>, [[πεδίο]] μάχης, [[περιοχή]] [[εκτός]] των τειχών, μη οχυρωμένη, σε Πολύβ.
|lsmtext='''ὕπαιθρος:''' -ον,<br /><b class="num">1.</b> = το προηγ.· <i>ὕπαιθρον</i>, <i>τό</i>, ως ουσ., <i>ἐν ὑπαίθρῳ</i>, [[sub]] [[Dio]], στο ύπαιθρο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὰ ὕπαιθρα</i>, [[πεδίο]] μάχης, [[περιοχή]] [[εκτός]] των τειχών, μη οχυρωμένη, σε Πολύβ.