Anonymous

εκτέμνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
(11)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκτέμνω]])<br /><b>1.</b> (για δέντρα) [[κόβω]] και [[βγάζω]] από τη γη<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]], [[στερώ]], [[εκμηδενίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>μσν.</b><br />«μακρὰν [[ἐκτέμνω]] ὁδόν» — [[διανύω]] (Γ. Πισίδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόβω]], [[αφαιρώ]]<br /><b>2.</b> (για γιατρό) [[κόβω]] ένα άρρωστο [[μέρος]] ή [[μέλος]] του σώματος<br /><b>3.</b> (για μαλλιά) [[κουρεύω]], [[κόβω]]<br /><b>4.</b> [[ευνουχίζω]] (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ἐκτετμημένος</i><br />ο [[ευνούχος]]<br /><b>5.</b> [[ερημώνω]] μια [[περιοχή]] κόβοντας τα δέντρα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐκτέμνω]] ἶνας ή νεῡρά τινος» — [[εξασθενίζω]] κάποιον, του [[κόβω]] τα κότσια<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> [[εξαπατώ]] κάποιον με κάποια [[φιλοφρόνηση]](«[[οὕτως]] αὐτοὺς οἱ βασιλεῑς ἐξετέμνοντο τῇ φιλανθρωπίᾳ» — τους εξαπατούσαν, «τους έκοβαν» με τις φιλοφρονήσεις τους, Πολύβ.).
|mltxt=(AM [[ἐκτέμνω]])<br /><b>1.</b> (για δέντρα) [[κόβω]] και [[βγάζω]] από τη γη<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]], [[στερώ]], [[εκμηδενίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>μσν.</b><br />«μακρὰν [[ἐκτέμνω]] ὁδόν» — [[διανύω]] (Γ. Πισίδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόβω]], [[αφαιρώ]]<br /><b>2.</b> (για γιατρό) [[κόβω]] ένα άρρωστο [[μέρος]] ή [[μέλος]] του σώματος<br /><b>3.</b> (για μαλλιά) [[κουρεύω]], [[κόβω]]<br /><b>4.</b> [[ευνουχίζω]] (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ἐκτετμημένος</i><br />ο [[ευνούχος]]<br /><b>5.</b> [[ερημώνω]] μια [[περιοχή]] κόβοντας τα δέντρα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐκτέμνω]] ἶνας ή νεῡρά τινος» — [[εξασθενίζω]] κάποιον, του [[κόβω]] τα κότσια<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> [[εξαπατώ]] κάποιον με κάποια [[φιλοφρόνηση]](«[[οὕτως]] αὐτοὺς οἱ βασιλεῖς ἐξετέμνοντο τῇ φιλανθρωπίᾳ» — τους εξαπατούσαν, «τους έκοβαν» με τις φιλοφρονήσεις τους, Πολύβ.).
}}
}}