εκτέμνω
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
Greek Monolingual
(AM ἐκτέμνω)
1. (για δέντρα) κόβω και βγάζω από τη γη
2. αφαιρώ, στερώ, εκμηδενίζω, καταστρέφω
μσν.
«μακρὰν ἐκτέμνω ὁδόν» — διανύω (Γ. Πισίδ.)
αρχ.
1. κόβω, αφαιρώ
2. (για γιατρό) κόβω ένα άρρωστο μέρος ή μέλος του σώματος
3. (για μαλλιά) κουρεύω, κόβω
4. ευνουχίζω (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἐκτετμημένος
ο ευνούχος
5. ερημώνω μια περιοχή κόβοντας τα δέντρα
6. φρ. «ἐκτέμνω ἶνας ή νεῡρά τινος» — εξασθενίζω κάποιον, του κόβω τα κότσια
7. παθ. εξαπατώ κάποιον με κάποια φιλοφρόνηση(«οὕτως αὐτοὺς οἱ βασιλεῖς ἐξετέμνοντο τῇ φιλανθρωπίᾳ» — τους εξαπατούσαν, «τους έκοβαν» με τις φιλοφρονήσεις τους, Πολύβ.).