Anonymous

νέμω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νέμω]])<br /><b>1.</b> [[διαμοιράζω]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]], [[απονέμω]] («[[Ζεύς|Ζεὺς]] νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ' ἐννόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>νέμομαι</i><br />[[κατέχω]] [[κάτι]] και το [[εκμεταλλεύομαι]] για δική μου [[ωφέλεια]], καρπώνομαι, [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] («περὶ τῶν ἐν τῇ [[ἀντιπέρας]] Θράκῃ ἐμπορίων καὶ τοῦ μετάλλου ἃ ἐνέμοντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατοικώ]], [[ενοικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]], [[προσφέρω]] («τὸν πατρὸς φόνον πράξαντα μητρὸς μηδαμοῦ τιμὰς νέμειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατανέμω]] («ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης νενεμημέναι τριττύες τρεῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω, [[κατέχω]] («[[ἕδος]] Ὀλύμπου νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]] («καὶ τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ή [[κάτι]] μία [[ιδιότητα]] («τὸν.. Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εκλαμβάνω]], [[θεωρώ]] («φίλον σ' ἐγὼ μέγιστον Ἀργείων [[νέμω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εκλέγω]] («τῶν ἀθλητῶν τους γε μὴ νενεμημένους... εἰς τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>8.</b> [[απαγγέλλω]] από [[χειρόγραφο]]<br /><b>9.</b> (για ποιμένα) [[οδηγώ]] ζώα για [[βοσκή]], [[βόσκω]], [[συντηρώ]], [[περιποιούμαι]] ζώα («χώραν... ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (σχετικά με [[τόπο]]) [[χρησιμοποιώ]] για [[βοσκή]] («ἐθέλοιτ' ἂν ἐᾱν νέμειν ταῦτα τοὺς Ἀρμενίους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]], [[παραδίδω]] [[πόλη]] στη [[φωτιά]]<br /><b>12.</b> (για δικαστή) [[προσδιορίζω]] ως [[ποινή]] («θάνατον νέμειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> (μέσ.-παθ.) α) (για [[τόπο]]) κατοικούμαι<br />β) (για [[πόλη]]) βρίσκομαι, [[είμαι]] κτισμένος [[κάπου]] («πόλεις μὲν αὗται, αἳ τὸν Ἄθων νέμονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (για χρόνο) [[διέρχομαι]], [[περνώ]]<br />δ) (με επίρρ.) ζω, [[περνώ]] τη ζωή μου με έναν τρόπο («ἡσυχᾷ νεμόμενος», <b>Πίνδ.</b>)<br />ε) (για ζώο) [[βγαίνω]] για [[βοσκή]], τρέφομαι από το [[χόρτο]] που βρίσκεται [[πάνω]] στο [[έδαφος]], [[βόσκω]]<br />στ) (<b>για πρόσ.</b>) [[τρώγω]]<br />ζ) (για τη [[φωτιά]]) [[κατακαίω]] («ἀπολαμφθέντες [[πάντοθεν]] [[ὥστε]] τὰ [[περιέσχατα]] νεμομένου τοῦ [[πυρός]]» <br />η) (γενικά) [[κατατρώγω]] («τὸ ψεῡδος... νέμεται τὴν ψυχήν», <b>Πλούτ.</b>)<br />θ) (για [[έλκος]], [[γάγγραινα]], [[οίδημα]]) εξαπλώνομαι, επεκτείνομαι<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νέμω]] ἰσχύν τινι» — έχω [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]] ή σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον<br />β) «[[νέμω]] γλῶσσαν» — [[χρησιμοποιώ]] τη [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νέμω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>nem</i>- «[[παρέχω]], [[χορηγώ]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]]» και «[[παίρνω]] υπό την [[κατοχή]] μου» και εμφανίζει τις [[εξής]] μεταπτωτικές βαθμίδες: την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>νομ</i>-) στα [[νόμος]], [[νομή]] και την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>νωμ</i>-) στα νωμῶ, [[νωμήτωρ]]. Το ρ. εμφανίζει και δισύλλαβη [[μορφή]] θέματος: <i>νεμε</i>- στα [[νέμεσις]], [[νεμέτωρ]] (<b>πρβλ.</b> <i>γενε</i>-<i>τωρ</i>, <i>γένε</i>-<i>σις</i>) και <i>νεμη</i>- στα <i>νεμη</i>-<i>της</i>, <i>νέμη</i>-<i>σις</i>. Η [[ρίζα]] <i>nem</i>- εμφανίζεται και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: γερμ. <i>nehmen</i> «[[παίρνω]]», γοτθ. <i>arbi</i>-<i>numja</i> «[[κληρονόμος]]», λιθουαν. <i>nuoma</i> «[[ενοίκιο]], [[μίσθωμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>νωμῶ</i>) και πιθ. αρχ. ινδ. <i>namati</i>. Η [[σύνδεση]] τών τ. με το λατ. <i>numerus</i> παραμένει αμφίβολη. Η αρχική σημ. του ρήματος ήταν «[[διανέμω]], [[προσφέρω]] [[κάτι]] βάσει νομικών κριτηρίων» και «[[κατέχω]]» με την [[έννοια]] τών νόμιμων περιουσιακών στοιχείων. Η σημ. του [[νέμω]] διαφέρει από [[εκείνη]] τών [[δαίομαι]] / [[δατέομαι]] «[[χωρίζω]], [[μοιράζω]]» στα κριτήρια βάσει τών οποίων γίνεται η [[διανομή]]. Στη [[μέση]] [[φωνή]] το ρ. από τη σημ. «[[παίρνω]] [[μερίδιο]]» πέρασε στη σημ. του «τρέφομαι» και εξελίχθηκε σε [[εκείνη]] του «[[εκμεταλλεύομαι]], [[επωφελούμαι]], [[κατοικώ]]». Η [[ίδια]] σημ. «[[κατέχω]], [[κατοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]]» εμφανίζεται και στην ενεργ. [[φωνή]] (<b>πρβλ.</b> και τη δισημία της ρίζας <i>nem</i>-). Στην ενεργ. [[φωνή]], [[τέλος]], το ρ. εμφανίζει δύο [[ακόμη]] ειδικές σημασίες: α) «[[βόσκω]]», που περιορίζει την [[έννοια]] της διανομής στην [[έννοια]] της βοσκής (για ποιμένα), απ' όπου στη [[μέση]] [[φωνή]] η σημ. «[[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]]» και μεταφορικά «[[καταστρέφω]], εξαπλώνομαι προκαλώντας [[βλάβη]]» (για [[φωτιά]] και για [[έλκος]]) και β) «[[εκλαμβάνω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] αληθινό», με την [[έννοια]] ότι στηρίζομαι στην [[αλήθεια]], [[γνωρίζω]] και [[ελέγχω]] τα [[πάντα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νέμεσις]], [[νέμησις]], [[νομή]], [[νόμος]], [[νομός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεμέτωρ]], [[νέμημα]], [[νεμητής]], [[νωμώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[απονέμω]], [[διανέμω]], [[κατανέμω]], [[προσαπονέμω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανανέμω]], <i>εγκατανέμω</i>, [[εκνέμω]], [[εναπονέμω]], [[εννέμω]], [[επιδιανέμω]], [[επινέμω]], [[παρανέμω]], [[προνέμω]], [[προσδιανέμω]], [[προσεπινέμω]], [[προσκατανέμω]], [[προσνέμω]], [[συγκατανέμω]], [[συνδιανέμω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αναδιανέμω</i>].
|mltxt=(ΑΜ [[νέμω]])<br /><b>1.</b> [[διαμοιράζω]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]], [[απονέμω]] («[[Ζεύς|Ζεὺς]] νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ' ἐννόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>νέμομαι</i><br />[[κατέχω]] [[κάτι]] και το [[εκμεταλλεύομαι]] για δική μου [[ωφέλεια]], καρπώνομαι, [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] («περὶ τῶν ἐν τῇ [[ἀντιπέρας]] Θράκῃ ἐμπορίων καὶ τοῦ μετάλλου ἃ ἐνέμοντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατοικώ]], [[ενοικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]], [[προσφέρω]] («τὸν πατρὸς φόνον πράξαντα μητρὸς μηδαμοῦ τιμὰς νέμειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατανέμω]] («ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης νενεμημέναι τριττύες τρεῖς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω, [[κατέχω]] («[[ἕδος]] Ὀλύμπου νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]] («καὶ τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ή [[κάτι]] μία [[ιδιότητα]] («τὸν.. Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εκλαμβάνω]], [[θεωρώ]] («φίλον σ' ἐγὼ μέγιστον Ἀργείων [[νέμω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εκλέγω]] («τῶν ἀθλητῶν τους γε μὴ νενεμημένους... εἰς τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>8.</b> [[απαγγέλλω]] από [[χειρόγραφο]]<br /><b>9.</b> (για ποιμένα) [[οδηγώ]] ζώα για [[βοσκή]], [[βόσκω]], [[συντηρώ]], [[περιποιούμαι]] ζώα («χώραν... ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (σχετικά με [[τόπο]]) [[χρησιμοποιώ]] για [[βοσκή]] («ἐθέλοιτ' ἂν ἐᾱν νέμειν ταῦτα τοὺς Ἀρμενίους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]], [[παραδίδω]] [[πόλη]] στη [[φωτιά]]<br /><b>12.</b> (για δικαστή) [[προσδιορίζω]] ως [[ποινή]] («θάνατον νέμειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> (μέσ.-παθ.) α) (για [[τόπο]]) κατοικούμαι<br />β) (για [[πόλη]]) βρίσκομαι, [[είμαι]] κτισμένος [[κάπου]] («πόλεις μὲν αὗται, αἳ τὸν Ἄθων νέμονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (για χρόνο) [[διέρχομαι]], [[περνώ]]<br />δ) (με επίρρ.) ζω, [[περνώ]] τη ζωή μου με έναν τρόπο («ἡσυχᾷ νεμόμενος», <b>Πίνδ.</b>)<br />ε) (για ζώο) [[βγαίνω]] για [[βοσκή]], τρέφομαι από το [[χόρτο]] που βρίσκεται [[πάνω]] στο [[έδαφος]], [[βόσκω]]<br />στ) (<b>για πρόσ.</b>) [[τρώγω]]<br />ζ) (για τη [[φωτιά]]) [[κατακαίω]] («ἀπολαμφθέντες [[πάντοθεν]] [[ὥστε]] τὰ [[περιέσχατα]] νεμομένου τοῦ [[πυρός]]» <br />η) (γενικά) [[κατατρώγω]] («τὸ ψεῡδος... νέμεται τὴν ψυχήν», <b>Πλούτ.</b>)<br />θ) (για [[έλκος]], [[γάγγραινα]], [[οίδημα]]) εξαπλώνομαι, επεκτείνομαι<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νέμω]] ἰσχύν τινι» — έχω [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]] ή σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον<br />β) «[[νέμω]] γλῶσσαν» — [[χρησιμοποιώ]] τη [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νέμω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>nem</i>- «[[παρέχω]], [[χορηγώ]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]]» και «[[παίρνω]] υπό την [[κατοχή]] μου» και εμφανίζει τις [[εξής]] μεταπτωτικές βαθμίδες: την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>νομ</i>-) στα [[νόμος]], [[νομή]] και την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>νωμ</i>-) στα νωμῶ, [[νωμήτωρ]]. Το ρ. εμφανίζει και δισύλλαβη [[μορφή]] θέματος: <i>νεμε</i>- στα [[νέμεσις]], [[νεμέτωρ]] (<b>πρβλ.</b> <i>γενε</i>-<i>τωρ</i>, <i>γένε</i>-<i>σις</i>) και <i>νεμη</i>- στα <i>νεμη</i>-<i>της</i>, <i>νέμη</i>-<i>σις</i>. Η [[ρίζα]] <i>nem</i>- εμφανίζεται και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: γερμ. <i>nehmen</i> «[[παίρνω]]», γοτθ. <i>arbi</i>-<i>numja</i> «[[κληρονόμος]]», λιθουαν. <i>nuoma</i> «[[ενοίκιο]], [[μίσθωμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>νωμῶ</i>) και πιθ. αρχ. ινδ. <i>namati</i>. Η [[σύνδεση]] τών τ. με το λατ. <i>numerus</i> παραμένει αμφίβολη. Η αρχική σημ. του ρήματος ήταν «[[διανέμω]], [[προσφέρω]] [[κάτι]] βάσει νομικών κριτηρίων» και «[[κατέχω]]» με την [[έννοια]] τών νόμιμων περιουσιακών στοιχείων. Η σημ. του [[νέμω]] διαφέρει από [[εκείνη]] τών [[δαίομαι]] / [[δατέομαι]] «[[χωρίζω]], [[μοιράζω]]» στα κριτήρια βάσει τών οποίων γίνεται η [[διανομή]]. Στη [[μέση]] [[φωνή]] το ρ. από τη σημ. «[[παίρνω]] [[μερίδιο]]» πέρασε στη σημ. του «τρέφομαι» και εξελίχθηκε σε [[εκείνη]] του «[[εκμεταλλεύομαι]], [[επωφελούμαι]], [[κατοικώ]]». Η [[ίδια]] σημ. «[[κατέχω]], [[κατοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]]» εμφανίζεται και στην ενεργ. [[φωνή]] (<b>πρβλ.</b> και τη δισημία της ρίζας <i>nem</i>-). Στην ενεργ. [[φωνή]], [[τέλος]], το ρ. εμφανίζει δύο [[ακόμη]] ειδικές σημασίες: α) «[[βόσκω]]», που περιορίζει την [[έννοια]] της διανομής στην [[έννοια]] της βοσκής (για ποιμένα), απ' όπου στη [[μέση]] [[φωνή]] η σημ. «[[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]]» και μεταφορικά «[[καταστρέφω]], εξαπλώνομαι προκαλώντας [[βλάβη]]» (για [[φωτιά]] και για [[έλκος]]) και β) «[[εκλαμβάνω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] αληθινό», με την [[έννοια]] ότι στηρίζομαι στην [[αλήθεια]], [[γνωρίζω]] και [[ελέγχω]] τα [[πάντα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νέμεσις]], [[νέμησις]], [[νομή]], [[νόμος]], [[νομός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεμέτωρ]], [[νέμημα]], [[νεμητής]], [[νωμώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[απονέμω]], [[διανέμω]], [[κατανέμω]], [[προσαπονέμω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανανέμω]], <i>εγκατανέμω</i>, [[εκνέμω]], [[εναπονέμω]], [[εννέμω]], [[επιδιανέμω]], [[επινέμω]], [[παρανέμω]], [[προνέμω]], [[προσδιανέμω]], [[προσεπινέμω]], [[προσκατανέμω]], [[προσνέμω]], [[συγκατανέμω]], [[συνδιανέμω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αναδιανέμω</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm