Anonymous

στατός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο [[σημείο]], που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν [[ὕδωρ]]» — [[στάσιμο]] [[νερό]], <b>Σοφ.</b><br />β. «στατὸς [[ἵππος]]» — [[ίππος]] που έχει μείνει για μακρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[μέσα]] στον στάβλο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αφιερωμένος, ανατεθειμένος (α. «στατὸν [[λίκνον]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «στατὸς [[λίθος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[αγγείο]]) αυτός που έχει επίπεδη [[βάση]] ώστε να στέκεται όρθιος [[χωρίς]] [[στήριγμα]] (α. «[[ψυκτήριον]] στατόν», <b>επιγρ.</b><br />β. «ψυκτηρίσκον στατόν», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[στατός]]<br />[[αγγείο]] με επίπεδη [[βάση]], ώστε να στέκεται όρθιο («στατὸς καὶ [[κάδος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ στατοί</i><br />[[ονομασία]] αρχόντων της Σπάρτης, οι αγαθοεργοί<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «στατὸς [[θώραξ]]» — [[αλύγιστος]] [[θώρακας]] (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «στατὸς [[χιτών]]» — [[χιτώνας]] [[χυτός]], [[χωρίς]] πτυχώσεις <b>(Δουρ.)</b><br />γ) «στατοὶ ἱερεῑς» — μόνιμοι ιερείς της Ρόδου <b>επιγρ.</b><br />δ) «στατὰ αὐτόματα» — στημένες αυτόματες συσκευές με τρόπο που να κάνουν ορισμένες κινήσεις (Ήρων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i> του [[ἵστημι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>. Το ρηματικό επίθ. αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>sthi</i>-<i>ta</i> και λατ. <i>stă</i>-<i>tus</i>].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο [[σημείο]], που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν [[ὕδωρ]]» — [[στάσιμο]] [[νερό]], <b>Σοφ.</b><br />β. «στατὸς [[ἵππος]]» — [[ίππος]] που έχει μείνει για μακρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[μέσα]] στον στάβλο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αφιερωμένος, ανατεθειμένος (α. «στατὸν [[λίκνον]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «στατὸς [[λίθος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[αγγείο]]) αυτός που έχει επίπεδη [[βάση]] ώστε να στέκεται όρθιος [[χωρίς]] [[στήριγμα]] (α. «[[ψυκτήριον]] στατόν», <b>επιγρ.</b><br />β. «ψυκτηρίσκον στατόν», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[στατός]]<br />[[αγγείο]] με επίπεδη [[βάση]], ώστε να στέκεται όρθιο («στατὸς καὶ [[κάδος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ στατοί</i><br />[[ονομασία]] αρχόντων της Σπάρτης, οι αγαθοεργοί<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «στατὸς [[θώραξ]]» — [[αλύγιστος]] [[θώρακας]] (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «στατὸς [[χιτών]]» — [[χιτώνας]] [[χυτός]], [[χωρίς]] πτυχώσεις <b>(Δουρ.)</b><br />γ) «στατοὶ ἱερεῖς» — μόνιμοι ιερείς της Ρόδου <b>επιγρ.</b><br />δ) «στατὰ αὐτόματα» — στημένες αυτόματες συσκευές με τρόπο που να κάνουν ορισμένες κινήσεις (Ήρων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i> του [[ἵστημι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>. Το ρηματικό επίθ. αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>sthi</i>-<i>ta</i> και λατ. <i>stă</i>-<i>tus</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm