Anonymous

επίφοβος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
(14)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίφοβος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί φόβο, [[τρομερός]] («τὰ δ’ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾱ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απειλητικός]], [[επικίνδυνος]] («σαν κανέναν επίφοβο ληστή τον είχανε στη [[μέση]]», Βλαχογ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[οικοδόμημα]] <b>κ.λπ.</b>) [[ετοιμόρροπος]] («επίφοβο [[κτήριο]]»<br /><b>αρχ.</b><br />[[δειλός]] («κατηφεῑς, ἐπίλυποι καὶ ἐπίφοβοι γενόμενοι», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επίφοβα</i> (Α ἐπιφόβως)<br />επικίνδυνα, απειλητικά, [[φοβερά]]<br /><b>αρχ.</b><br />με φόβο, φοβισμένα.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίφοβος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί φόβο, [[τρομερός]] («τὰ δ’ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾱ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απειλητικός]], [[επικίνδυνος]] («σαν κανέναν επίφοβο ληστή τον είχανε στη [[μέση]]», Βλαχογ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[οικοδόμημα]] <b>κ.λπ.</b>) [[ετοιμόρροπος]] («επίφοβο [[κτήριο]]»<br /><b>αρχ.</b><br />[[δειλός]] («κατηφεῖς, ἐπίλυποι καὶ ἐπίφοβοι γενόμενοι», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επίφοβα</i> (Α ἐπιφόβως)<br />επικίνδυνα, απειλητικά, [[φοβερά]]<br /><b>αρχ.</b><br />με φόβο, φοβισμένα.
}}
}}