επίφοβος

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίφοβος, -ον)
1. αυτός που προκαλεί φόβο, τρομερός («τὰ δ’ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾱ», Αισχύλ.)
2. απειλητικός, επικίνδυνος («σαν κανέναν επίφοβο ληστή τον είχανε στη μέση», Βλαχογ.)
νεοελλ.
(για οικοδόμημα κ.λπ.) ετοιμόρροπος («επίφοβο κτήριο»
αρχ.
δειλός («κατηφεῖς, ἐπίλυποι καὶ ἐπίφοβοι γενόμενοι», Γαλ.).
επίρρ...
επίφοβα (Α ἐπιφόβως)
επικίνδυνα, απειλητικά, φοβερά
αρχ.
με φόβο, φοβισμένα.