3,273,762
edits
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[χρῶμα]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αίσθημα]] παραγόμενο από την [[εντύπωση]] που προκαλεί στον οφθαλμό το εκπεμπόμενο από μία [[πηγή]] φως το οποίο προσπίπτει [[επάνω]] του απευθείας, άμεσα, ή [[έπειτα]] από [[αλληλεπίδραση]] με ένα μη φωτεινό [[σώμα]] (α. «το [[χρώμα]] του ουρανού» β. «τα χρώματα της ίριδας» γ. «ὃ δὴ | |mltxt=το / [[χρῶμα]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αίσθημα]] παραγόμενο από την [[εντύπωση]] που προκαλεί στον οφθαλμό το εκπεμπόμενο από μία [[πηγή]] φως το οποίο προσπίπτει [[επάνω]] του απευθείας, άμεσα, ή [[έπειτα]] από [[αλληλεπίδραση]] με ένα μη φωτεινό [[σώμα]] (α. «το [[χρώμα]] του ουρανού» β. «τα χρώματα της ίριδας» γ. «ὃ δὴ καλεῖς [[χρῶμα]] [[λευκόν]]», Πλατ.<br />δ. «[[χρῶμα]] κουρίμης τριχός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[χροιά]] του δέρματος, της επιδερμίδας (α. «[[ωραίο]] [[χρώμα]] πήρε το [[πρόσωπο]] από τον ήλιο» β. «τὸ [[χρῶμα]] φορέουσι ὅμοιον πάντες καὶ παραπλήσιον Αἰθίοψι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χρωστική]] [[ουσία]], [[βαφή]] (α. «[[χρώμα]] ανεξίτηλο» β. «[[κασετίνα]] με χρώματα» γ. «χρώμασι και σχήμασι πολλὰ μιμοῦνταί τινες ἀπεικάζοντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> καλλωπιστική [[βαφή]], [[ψιμύθιο]] (α. «γέμισε [[χρώμα]] τα βλέφαρά της» β. κεκοσμημένον καὶ ὀφθαλμῶν ὑπογραφῇ καὶ χρώματος ἐντρίψει καὶ κόμαις προσθέτοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (για προφ. ή γραπτό λόγο) [[τόνος]] ή [[διάνθιση]] (α. «ο [[λόγος]] του δεν έχει [[καθόλου]] [[χρώμα]]» β. «ἡ [[φράσις]] οὐ τοῖς κεκαλλωπισμένοις καὶ περιττοῖς ἐξωραϊζομένη χρώμασι», <b>Φώτ.</b><br />γ. «[[χρώμα]] λέξεως», Διον. Αλ.)<br /><b>6.</b> <b>μουσ.</b> η [[ποικιλία]], οι τροποποιήσεις στη [[μελωδία]], στη [[μουσική]] [[σύνθεση]], ηχόχρωμα, [[χροιά]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[αλλάζω]] [[χρώμα]]» και «[[ἀλλάττω]] [[χρῶμα]]» — μεταβάλλεται το [[χρώμα]] του προσώπου μου από έντονη [[συγκίνηση]] ή [[αναστάτωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> ρευστό [[αιώρημα]] επιχρισμένο σε λεπτά στρώματα για [[διακόσμηση]] και [[προστασία]] επιφανειών, αποτελούμενο από [[χρωστική]] [[ουσία]] και από το [[μέσο]] διασποράς, κν. [[μπογιά]] ή [[βερνίκι]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> συμβατική και αλληγορική [[ονομασία]] ενός φυσικού μεγέθους, φορτίου φερόμενου από τα [[αδρόνια]], το οποίο διέπει τις ισχυρές αλληλεπιδράσεις<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> διακριτικό [[γνώρισμα]] στην [[ομιλία]], στο [[ντύσιμο]] ή στη [[συμπεριφορά]] ενός ατόμου, ενός συνόλου ή ενός τόπου (α. «προσωπικό [[χρώμα]]» β. «τοπικό [[χρώμα]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάνω]] το [[χρώμα]] μου» — [[γίνομαι]] [[ωχρός]] από ψυχική [[ταραχή]] ή σωματική [[αδυναμία]]<br />β) «[[παίρνω]] [[χρώμα]]»<br />i) [[συνέρχομαι]]<br />ii) (για φαγητά και [[γλυκά]]) [[αρχίζω]] να ψήνομαι<br />iii) [[μαυρίζω]] [[μετά]] από [[έκθεση]] στον ήλιο<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ χρώματα</i><br />(στο <b>Βυζ.</b>) οι φατρίες τών Πράσινων και τών Βένετων στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δέρμα]], η [[επιδερμίδα]]<br /><b>2.</b> [[χρωστική]] [[ρίζα]] φυτού της Συρίας<br /><b>3.</b> η [[απόχρωση]] στη [[λάμψη]] τών ουράνιων σωμάτων<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χρῶμα]]<br />[[φρυαγμός]], [[ὁρμή]], [[θράσος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χρω</i>- της λ. [[χρώς]] «[[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> ([[πρβλ]]. <i>δρᾶ</i>-<i>μα</i>)]. | ||
}} | }} |