Anonymous

θάλαμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[θάλαμος]])<br /><b>1.</b> [[δωμάτιο]], [[κάμαρα]]<br /><b>2.</b> [[διαμέρισμα]] για [[διαμονή]] και ύπνο (α. «[[θάλαμος]] πλοίου» — [[καμπίνα]]<br />β. «[[θάλαμος]] νοσοκομείου»)<br /><b>3.</b> γαμήλιο δωμάτι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[δίδυμος]] [[συμμετρικός]] [[ωοειδής]] [[σχηματισμός]] φαιάς νευρικής ουσίας στον εγκέφαλο<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της ανθοδόχης<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> ο [[κλειστός]] [[χώρος]] μιας μηχανής [[μέσα]] στον οποίο γίνεται κάποια συγκεκριμένη [[λειτουργία]] της («[[θάλαμος]] καύσης»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θάλαμος]] αερίων» — [[χώρος]] θανάτωσης ή εκτέλεσης με δηλητηριώδη [[αέρια]]<br />β) «[[τηλεφωνικός]] [[θάλαμος]]» — [[μικρός]] [[χώρος]] που χρησιμοποιείται για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες<br />γ) <b>ανατ.</b> «[[πρόσθιος]] [[θάλαμος]]» — το [[τμήμα]] του οφθαλμού που περιλαμβάνεται [[μεταξύ]] του κερατοειδούς χιτώνα και της ίριδας και το οποίο περιέχει υδατοειδές [[υγρό]]<br />δ) «[[σκοτεινός]] [[θάλαμος]]»<br />i) <b>φυσ.</b> κλειστό [[κιβώτιο]] που φέρει στη μια [[έδρα]] μικρή οπή διά μέσου της οποίας το φως εισερχόμενο σχηματίζει ανεστραμμένα τα είδωλα τών αντικειμένων<br />ii) <b>(φωτογρ.)</b> [[χώρος]] με [[δυνατότητα]] συσκότισης στον οποίο γίνονται διαφορές εργασίες της φωτογραφικής τέχνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το εσώτερο [[μέρος]] του σπιτιού, [[ιδίως]] ο [[γυναικωνίτης]] («ἐκ δ' Ἑλένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο ἤλυθεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κοιτώνας]] τών άγαμων παιδιών<br /><b>3.</b> [[σπίτι]], [[τόπος]] διαμονής (α. «βασιλικοί θάλαμοι», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἀρνῶν θαλάμοις» — στις στάνες, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> το κατώτατο και σκοτεινότατο [[μέρος]] του πλοίου<br /><b>5.</b> το [[άδυτο]] του ναού («ἐς μὲν οὖν τὸν μέγαν νηὸν πάντες εἰσέρχονται, ἐς δὲ τὸν [[θάλαμον]] οἱ ἱερεῑς μοῦν
|mltxt=ο (AM [[θάλαμος]])<br /><b>1.</b> [[δωμάτιο]], [[κάμαρα]]<br /><b>2.</b> [[διαμέρισμα]] για [[διαμονή]] και ύπνο (α. «[[θάλαμος]] πλοίου» — [[καμπίνα]]<br />β. «[[θάλαμος]] νοσοκομείου»)<br /><b>3.</b> γαμήλιο δωμάτι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[δίδυμος]] [[συμμετρικός]] [[ωοειδής]] [[σχηματισμός]] φαιάς νευρικής ουσίας στον εγκέφαλο<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της ανθοδόχης<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> ο [[κλειστός]] [[χώρος]] μιας μηχανής [[μέσα]] στον οποίο γίνεται κάποια συγκεκριμένη [[λειτουργία]] της («[[θάλαμος]] καύσης»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θάλαμος]] αερίων» — [[χώρος]] θανάτωσης ή εκτέλεσης με δηλητηριώδη [[αέρια]]<br />β) «[[τηλεφωνικός]] [[θάλαμος]]» — [[μικρός]] [[χώρος]] που χρησιμοποιείται για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες<br />γ) <b>ανατ.</b> «[[πρόσθιος]] [[θάλαμος]]» — το [[τμήμα]] του οφθαλμού που περιλαμβάνεται [[μεταξύ]] του κερατοειδούς χιτώνα και της ίριδας και το οποίο περιέχει υδατοειδές [[υγρό]]<br />δ) «[[σκοτεινός]] [[θάλαμος]]»<br />i) <b>φυσ.</b> κλειστό [[κιβώτιο]] που φέρει στη μια [[έδρα]] μικρή οπή διά μέσου της οποίας το φως εισερχόμενο σχηματίζει ανεστραμμένα τα είδωλα τών αντικειμένων<br />ii) <b>(φωτογρ.)</b> [[χώρος]] με [[δυνατότητα]] συσκότισης στον οποίο γίνονται διαφορές εργασίες της φωτογραφικής τέχνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το εσώτερο [[μέρος]] του σπιτιού, [[ιδίως]] ο [[γυναικωνίτης]] («ἐκ δ' Ἑλένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο ἤλυθεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κοιτώνας]] τών άγαμων παιδιών<br /><b>3.</b> [[σπίτι]], [[τόπος]] διαμονής (α. «βασιλικοί θάλαμοι», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἀρνῶν θαλάμοις» — στις στάνες, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> το κατώτατο και σκοτεινότατο [[μέρος]] του πλοίου<br /><b>5.</b> το [[άδυτο]] του ναού («ἐς μὲν οὖν τὸν μέγαν νηὸν πάντες εἰσέρχονται, ἐς δὲ τὸν [[θάλαμον]] οἱ ἱερεῖς μοῦν
ον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> [[ναός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το [[θόλος]] και έχει πιθ. προελληνική [[προέλευση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θαλάμη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαλαμαίος]], [[θαλάμαξ]], [[θαλαμεύω]], [[θαλαμεύομαι]], [[θαλαμήιος]], <i>θαλαμιά</i>, [[θαλαμίας]], [[θαλάμιος]], [[θαλαμίς]], [[θαλαμίτης]], [[θαλαμόνδε]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θαλάμι]], [[θαλαμίσκος]], [[θαλαμωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θαλαμηγός]], [[θαλαμηπόλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαλαμοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θαλαμανθή]], [[θαλαμάρχης]], [[θαλαμοειδής]], [[θαλαμοτομία]], [[θαλαμοφόρα]], [[θαλαμοφύλακας]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμφιθάλαμος]], <i>ενθάλαμος</i>, [[νεοθάλαμος]], [[ομοθάλαμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αεριοθάλαμος]], [[αεροθάλαμος]], [[αντιθάλαμος]], [[ατμοθάλαμος]], [[διθάλαμος]], [[θερμοθάλαμος]], [[καπνοθάλαμος]], [[λεβητοθάλαμος]], [[μονοθάλαμος]], [[νεκροθάλαμος]], <i>οξυγονοθάλαμος</i>, [[προθάλαμος]], [[υδροθάλαμος]]].
ον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> [[ναός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το [[θόλος]] και έχει πιθ. προελληνική [[προέλευση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θαλάμη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαλαμαίος]], [[θαλάμαξ]], [[θαλαμεύω]], [[θαλαμεύομαι]], [[θαλαμήιος]], <i>θαλαμιά</i>, [[θαλαμίας]], [[θαλάμιος]], [[θαλαμίς]], [[θαλαμίτης]], [[θαλαμόνδε]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θαλάμι]], [[θαλαμίσκος]], [[θαλαμωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θαλαμηγός]], [[θαλαμηπόλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαλαμοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θαλαμανθή]], [[θαλαμάρχης]], [[θαλαμοειδής]], [[θαλαμοτομία]], [[θαλαμοφόρα]], [[θαλαμοφύλακας]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμφιθάλαμος]], <i>ενθάλαμος</i>, [[νεοθάλαμος]], [[ομοθάλαμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αεριοθάλαμος]], [[αεροθάλαμος]], [[αντιθάλαμος]], [[ατμοθάλαμος]], [[διθάλαμος]], [[θερμοθάλαμος]], [[καπνοθάλαμος]], [[λεβητοθάλαμος]], [[μονοθάλαμος]], [[νεκροθάλαμος]], <i>οξυγονοθάλαμος</i>, [[προθάλαμος]], [[υδροθάλαμος]]].
}}
}}