3,274,159
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[διφυής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο [[φύσεις]], που συνενώνει ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά (για τους Κενταύρους, τον Πάνα, τη [[Σφίγγα]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διπλός]], [[διμερής]] ( | |mltxt=-ές (AM [[διφυής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο [[φύσεις]], που συνενώνει ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά (για τους Κενταύρους, τον Πάνα, τη [[Σφίγγα]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διπλός]], [[διμερής]] («διφυεῖς κόραι», «διφυεῖς ὀφρύες», «[[στῆθος]] διφυὲς μαστοῖς»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[δέντρο]]) εκείνο του οποίου ο [[κορμός]] διακλαδίζεται σε δύο μεγάλα κλαδιά. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |