Anonymous

διφυής: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[διφυής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο [[φύσεις]], που συνενώνει ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά (για τους Κενταύρους, τον Πάνα, τη [[Σφίγγα]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διπλός]], [[διμερής]] («διφυεῑς κόραι», «διφυεῑς ὀφρύες», «[[στῆθος]] διφυὲς μαστοῖς»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[δέντρο]]) εκείνο του οποίου ο [[κορμός]] διακλαδίζεται σε δύο μεγάλα κλαδιά.
|mltxt=-ές (AM [[διφυής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο [[φύσεις]], που συνενώνει ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά (για τους Κενταύρους, τον Πάνα, τη [[Σφίγγα]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διπλός]], [[διμερής]] («διφυεῖς κόραι», «διφυεῖς ὀφρύες», «[[στῆθος]] διφυὲς μαστοῖς»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[δέντρο]]) εκείνο του οποίου ο [[κορμός]] διακλαδίζεται σε δύο μεγάλα κλαδιά.
}}
}}
{{lsm
{{lsm