Anonymous

διαφέρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ)<br /><b>1.</b> έχω [[διαφορά]], [[είμαι]] [[ανόμοιος]], [[διάφορος]], [[ξεχωρίζω]] («αυτά τα χρώματα διαφέρουν»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[διαφορετικός]] από [[άλλο]] («σὺ νῦν διάφερε τῶν κακῶν», <b>Ευρ.</b> Ορ.)<br /><b>3.</b> [[υπερέχω]], διακρίνομαι, [[είμαι]] [[ανώτερος]], [[πλεονεκτώ]] («διαφέροντες καὶ κατὰ [[μέγεθος]] καὶ κατ' ἰσχύν», <b>Ξεν.</b> <i>Λακεδαιμονίων Πολιτεία</i>)<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> α) υπάρχει [[διαφορά]] («σμικρὸν οἴει διαφέρειν;», <b>Πλάτ.</b> Πολιτ.)<br />β) <b>συνεκδ.</b> έχει [[σημασία]], [[σπουδαιότητα]] («πλεῖστον διαφέρει», Ιπποκρ. <i>Περί Ἀφόρων</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />α) [[ανήκω]] σε κάποιον (για [[περιουσία]]) («[[οὐδείς]]... δύναται βλεπῆσαι τὴν διαφέρουσαν προῑκα τῶν ἐμῶν παιδίων [[ἄλλος]] παρ' ἐμοῦ», <i>Ελληνικοί Νόμοι της Κύπρου</i>)<br />β) <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]], [[ταιριάζω]], [[ανήκω]]<br />γ) <b>(μτχ.)</b> (για πρόσωπα) α) [[συγγενής]] (<i>Αποφθέγματα Πατέρων</i>)<br />β) [[οπαδός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αναφέρομαι σε [[κάτι]], σχετίζομαι («διὰ νὰ λαλῶ ὅσον διαφέρνει εἰς τοῦτο», <i>Χρονικό του Μωρέως</i>)<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι από κάποιον («ἂς ἔλθη τὸ ἀξίωμά μου... νὰ εἴπω ψαλμικῶς, [[μάλιστα]] ἂν διαφέρη ἀπὸ τὸ [[χέρι]] σου τίποτας», Ευγενίου Ιωαννουλίου Αιτωλού, <i>Επιστολαί</i><br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[είμαι]] κερδισμένος («[[ἐμὲν]] τὸ πνεῡμ' ἂν ἐρωτᾱ [[πότε]] χαρὰ διαφέρεται», <i>Κυπριακά ερωτικά ποιήματα</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβιβάζω]], [[μεταβιβάζω]] [[απέναντι]], από τη μια [[πλευρά]] στην [[άλλη]] («[[διαφέρω]] ναῦς τὸν Ισθμόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) α) [[περνώ]] τη ζωή («διαφέρειν τὸν αἰώνα ἐναλλὰξ πρήσσων», Ηρ.)<br />β) ζω, [[συνεχίζω]] να ζω ([[ἄπαις]] διοίσει κοὐ τεκὼν θάψει [[τέκνα]]», <b>Ευρ.</b> Ρήσ.)<br /><b>3.</b> [[φέρω]] στο [[μέσο]], [[μέχρι]] τέλους<br /><b>4.</b> [[φέρω]] σε αίσιο [[τέλος]] («[[ἄνευ]] ληστείας καὶ γεωργίας συνεχῶς τὸν πόλεμον διέφερον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (με επίρρ.) [[υποφέρω]], [[βαστάζω]], [[αντέχω]], [[ανέχομαι]] («ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ [[κἀγὼ]] [[διοίσω]] [[τοὐμόν]]», <b>Σοφ.</b> Οιδ. Τύρ.)<br /><b>6.</b> (για [[αρρώστια]]) [[διαρκώ]], βαστάω<br /><b>7.</b> (για αρρώστους) [[αντέχω]], [[κρατώ]] («διαφέρει φθειρόμενος», Ιπποκρ. <i>Περί τών [[εντός]] παθών</i>)<br /><b>8.</b> (για [[γυναίκα]]) [[εγκυμονώ]] («γαστρὸς διήνεγκ' ὄγκον», <b>Ευρ.</b> Ίων)<br /><b>9.</b> [[μεταφέρω]] σε διάφορες κατευθύνσεις («διενεγκοῦσαι διὰ πρεσβειῶν τὸ μὲν ἐνταυθοῑ, τὸ δ' ἐκεῑσε», <b>Αριστοφ.</b> Λυσ.)<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> φέρομαι σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκορπίζομαι, διασπώμαι<br /><b>11.</b> [[σχίζω]] στα δύο, [[ξεσχίζω]], [[διασπώ]] («πολέμιοι ἐπεισπεσοῦσαι παντ' ἄνω τε καὶ [[κάτω]] διέφερον», <b>Ευρ.</b> Βακχ.)<br /><b>12.</b> (για [[κρίση]]) [[αναβάλλω]], [[επιφυλάσσω]] («διαλγὴς ἄτα διαφέρει τὸν αἴτιον πασαρκέτας νόσου βρύειν», <b>Αισχ.</b> Χοηφ.)<br /><b>13.</b> [[λεηλατώ]] («τὰς μνέας [[ὅκως]] σέο μὴ γαλαῑ διοίσουσι», Ηρωίδας)<br /><b>14.</b> [[υπερισχύω]], [[υπερέχω]], [[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]] («ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>15.</b> [[φιλονικώ]], [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] (Τηλεκλείδης)<br /><b>15.</b> [[παρεμβαίνω]] («ὁ διαφέρων [[χρόνος]]», Αντιφών)<br /><b>17.</b> (μέσ. και παθ.) έχω [[διαφορά]], [[διένεξη]] με κάποιον, [[διαφωνώ]] («διενειχθέντων δὲ... περὶ τῆς βασιληΐης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>17.</b> [[περιστρέφω]] («[[ὅπλισμα]] λαβὼν δεινῆς κορύνης διαφέρων ἐσφενδόνα», <b>Ευρ.</b> <i>Ικέτιδες</i>)<br /><b>19.</b> <b>μέσ.</b> [[αρνούμαι]] («μηδὲν διαφέρει», <i>Σωζόμενος</i>, Εκκλ. Ιστ.)<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> α) «[[διαφέρω]] τινά» — [[διαδίδω]] τη [[φήμη]] κάποιου, [[διαφημίζω]]<br />β) «[[διαφέρω]] τὴν ψήφον» — [[δίνω]] την ψήφο μου, [[δίνω]] την ψήφο μου [[εναντίον]] άλλου<br />γ) «εράνους διαφέρειν» — [[πληρώνω]]<br />δ) «οὐδὲν διαφέρει» — [[είναι]] αδιάφορο<br />ε) «γλῶσσαν διοίσει» — θα βάλει σε [[κίνηση]] τη [[γλώσσα]] του, θα μιλήσει<br />στ) «διαφέρειν σκήπτρα» — [[βασιλεύω]], [[κυβερνώ]]<br />ζ) «[[διαφέρω]] ὡς...» [[υποστηρίζω]] [[απεναντίας]] ότι...<br />η) «οὐ διαφέρομαι» — δεν με ενδιαφέρει<br /><b>21.</b> (το ουδ. της μτχ. εν. ως ουσ.) το [[διαφέρον]]<br />η [[διαφορά]], το [[υπόλοιπο]]<br /><b>22.</b> (η μτχ. μέσ. εν. ως ουσ.)<br /><i>οι διαφερόμενοι</i><br />οι αντίδικοι.
|mltxt=(ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ)<br /><b>1.</b> έχω [[διαφορά]], [[είμαι]] [[ανόμοιος]], [[διάφορος]], [[ξεχωρίζω]] («αυτά τα χρώματα διαφέρουν»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[διαφορετικός]] από [[άλλο]] («σὺ νῦν διάφερε τῶν κακῶν», <b>Ευρ.</b> Ορ.)<br /><b>3.</b> [[υπερέχω]], διακρίνομαι, [[είμαι]] [[ανώτερος]], [[πλεονεκτώ]] («διαφέροντες καὶ κατὰ [[μέγεθος]] καὶ κατ' ἰσχύν», <b>Ξεν.</b> <i>Λακεδαιμονίων Πολιτεία</i>)<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> α) υπάρχει [[διαφορά]] («σμικρὸν οἴει διαφέρειν;», <b>Πλάτ.</b> Πολιτ.)<br />β) <b>συνεκδ.</b> έχει [[σημασία]], [[σπουδαιότητα]] («πλεῖστον διαφέρει», Ιπποκρ. <i>Περί Ἀφόρων</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />α) [[ανήκω]] σε κάποιον (για [[περιουσία]]) («[[οὐδείς]]... δύναται βλεπῆσαι τὴν διαφέρουσαν προῑκα τῶν ἐμῶν παιδίων [[ἄλλος]] παρ' ἐμοῦ», <i>Ελληνικοί Νόμοι της Κύπρου</i>)<br />β) <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]], [[ταιριάζω]], [[ανήκω]]<br />γ) <b>(μτχ.)</b> (για πρόσωπα) α) [[συγγενής]] (<i>Αποφθέγματα Πατέρων</i>)<br />β) [[οπαδός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αναφέρομαι σε [[κάτι]], σχετίζομαι («διὰ νὰ λαλῶ ὅσον διαφέρνει εἰς τοῦτο», <i>Χρονικό του Μωρέως</i>)<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι από κάποιον («ἂς ἔλθη τὸ ἀξίωμά μου... νὰ εἴπω ψαλμικῶς, [[μάλιστα]] ἂν διαφέρη ἀπὸ τὸ [[χέρι]] σου τίποτας», Ευγενίου Ιωαννουλίου Αιτωλού, <i>Επιστολαί</i><br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[είμαι]] κερδισμένος («[[ἐμὲν]] τὸ πνεῡμ' ἂν ἐρωτᾱ [[πότε]] χαρὰ διαφέρεται», <i>Κυπριακά ερωτικά ποιήματα</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβιβάζω]], [[μεταβιβάζω]] [[απέναντι]], από τη μια [[πλευρά]] στην [[άλλη]] («[[διαφέρω]] ναῦς τὸν Ισθμόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) α) [[περνώ]] τη ζωή («διαφέρειν τὸν αἰώνα ἐναλλὰξ πρήσσων», Ηρ.)<br />β) ζω, [[συνεχίζω]] να ζω ([[ἄπαις]] διοίσει κοὐ τεκὼν θάψει [[τέκνα]]», <b>Ευρ.</b> Ρήσ.)<br /><b>3.</b> [[φέρω]] στο [[μέσο]], [[μέχρι]] τέλους<br /><b>4.</b> [[φέρω]] σε αίσιο [[τέλος]] («[[ἄνευ]] ληστείας καὶ γεωργίας συνεχῶς τὸν πόλεμον διέφερον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (με επίρρ.) [[υποφέρω]], [[βαστάζω]], [[αντέχω]], [[ανέχομαι]] («ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ [[κἀγὼ]] [[διοίσω]] [[τοὐμόν]]», <b>Σοφ.</b> Οιδ. Τύρ.)<br /><b>6.</b> (για [[αρρώστια]]) [[διαρκώ]], βαστάω<br /><b>7.</b> (για αρρώστους) [[αντέχω]], [[κρατώ]] («διαφέρει φθειρόμενος», Ιπποκρ. <i>Περί τών [[εντός]] παθών</i>)<br /><b>8.</b> (για [[γυναίκα]]) [[εγκυμονώ]] («γαστρὸς διήνεγκ' ὄγκον», <b>Ευρ.</b> Ίων)<br /><b>9.</b> [[μεταφέρω]] σε διάφορες κατευθύνσεις («διενεγκοῦσαι διὰ πρεσβειῶν τὸ μὲν ἐνταυθοῑ, τὸ δ' ἐκεῖσε», <b>Αριστοφ.</b> Λυσ.)<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> φέρομαι σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκορπίζομαι, διασπώμαι<br /><b>11.</b> [[σχίζω]] στα δύο, [[ξεσχίζω]], [[διασπώ]] («πολέμιοι ἐπεισπεσοῦσαι παντ' ἄνω τε καὶ [[κάτω]] διέφερον», <b>Ευρ.</b> Βακχ.)<br /><b>12.</b> (για [[κρίση]]) [[αναβάλλω]], [[επιφυλάσσω]] («διαλγὴς ἄτα διαφέρει τὸν αἴτιον πασαρκέτας νόσου βρύειν», <b>Αισχ.</b> Χοηφ.)<br /><b>13.</b> [[λεηλατώ]] («τὰς μνέας [[ὅκως]] σέο μὴ γαλαῑ διοίσουσι», Ηρωίδας)<br /><b>14.</b> [[υπερισχύω]], [[υπερέχω]], [[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]] («ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>15.</b> [[φιλονικώ]], [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] (Τηλεκλείδης)<br /><b>15.</b> [[παρεμβαίνω]] («ὁ διαφέρων [[χρόνος]]», Αντιφών)<br /><b>17.</b> (μέσ. και παθ.) έχω [[διαφορά]], [[διένεξη]] με κάποιον, [[διαφωνώ]] («διενειχθέντων δὲ... περὶ τῆς βασιληΐης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>17.</b> [[περιστρέφω]] («[[ὅπλισμα]] λαβὼν δεινῆς κορύνης διαφέρων ἐσφενδόνα», <b>Ευρ.</b> <i>Ικέτιδες</i>)<br /><b>19.</b> <b>μέσ.</b> [[αρνούμαι]] («μηδὲν διαφέρει», <i>Σωζόμενος</i>, Εκκλ. Ιστ.)<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> α) «[[διαφέρω]] τινά» — [[διαδίδω]] τη [[φήμη]] κάποιου, [[διαφημίζω]]<br />β) «[[διαφέρω]] τὴν ψήφον» — [[δίνω]] την ψήφο μου, [[δίνω]] την ψήφο μου [[εναντίον]] άλλου<br />γ) «εράνους διαφέρειν» — [[πληρώνω]]<br />δ) «οὐδὲν διαφέρει» — [[είναι]] αδιάφορο<br />ε) «γλῶσσαν διοίσει» — θα βάλει σε [[κίνηση]] τη [[γλώσσα]] του, θα μιλήσει<br />στ) «διαφέρειν σκήπτρα» — [[βασιλεύω]], [[κυβερνώ]]<br />ζ) «[[διαφέρω]] ὡς...» [[υποστηρίζω]] [[απεναντίας]] ότι...<br />η) «οὐ διαφέρομαι» — δεν με ενδιαφέρει<br /><b>21.</b> (το ουδ. της μτχ. εν. ως ουσ.) το [[διαφέρον]]<br />η [[διαφορά]], το [[υπόλοιπο]]<br /><b>22.</b> (η μτχ. μέσ. εν. ως ουσ.)<br /><i>οι διαφερόμενοι</i><br />οι αντίδικοι.
}}
}}
{{lsm
{{lsm