Anonymous

εύδω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὕδω]] (ΑΜ)<br />[[κοιμάμαι]] (α. «ὁππότ' ἄν [[αὖτε]] εὕδῃσθα γλυκὺν [[ὕπνον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμούμαι]] τον ύπνο του θανάτου<br /><b>2.</b> [[κοπάζω]], [[παύω]], [[ησυχάζω]] (α. «ὄφρ' εὕδῃσι [[μένος]] Βορέαο» — για να πέσει η [[ορμή]] του Βοριά, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον νου ή την [[καρδιά]]) [[είμαι]] [[ήσυχος]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αναπαύομαι, [[είμαι]] [[αδρανής]] («Γοργίαν τε ἐάσομεν εὕδειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «εὕδοντι δ' αἱρεῑ [[κύρτος]]» — γι' αυτόν που κοιμάται ψαρεύει ο [[κύρτος]])<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «παλαιὰ γὰρ εὕδει [[χάρις]]»<br />(η [[ευεργεσία]] ξεχνιέται με το [[πέρασμα]] του χρόνου, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η ετυμολ. της λ. παρέχει δυσκολίες, για τις οποίες έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Σύμφωνα με την πιο εύλογη, ο τ. [[εύδω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>seu</i>-<i>d</i>- «[[κοιμάμαι]]» ([[πρβλ]]. γοτθ. <i>sutis</i> «[[ήσυχος]], [[πράος]]», λατ. <i>sudus</i> «[[ήρεμος]], [[πράος]]»). Εξίσου δυνατή [[είναι]] και η [[αναγωγή]] του τ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>seu</i>-<i>d</i>-, με την [[ίδια]] [[σημασία]]. Το ρ. ως απλό απαντά μόνο στον μέλλ. <i>ευδήσω</i>. Κανονικώς απαντά ως σύνθετο με την [[πρόθεση]] [[κατά]] ([[πρβλ]]. [[καθεύδω]]), [[μολονότι]] η ύπαρξη στην αττική διάλεκτο παραλλήλων τύπων <i>καθ</i>-<i>ηύδον</i> και <i>εκάθ</i>-<i>ευδον</i> δείχνει ότι εκλαμβανόταν και ως απλό. Στην [[ίδια]] διάλεκτο ο τ. σχημάτιζε αόρ. από το ρ. [[δαρθάνω]] ([[πρβλ]]. απρμφ. αορ. <i>καταδαρθείν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αντικαθεύδω</i>, [[αποκαθεύδω]], [[εγκαθεύδω]], [[εκκαθεύδω]], [[ενεύδω]], [[επικαθεύδω]], <i>εφεύδω</i>, [[καθεύδω]], <i>ορθοκαθεύδω</i>, [[παρακαθεύδω]], [[προκαθεύδω]], [[προσκαθεύδω]], [[συγκαθεύδω]], [[συνεύδω]], [[υπερκαθεύδω]], [[υποκαθεύδω]]].
|mltxt=[[εὕδω]] (ΑΜ)<br />[[κοιμάμαι]] (α. «ὁππότ' ἄν [[αὖτε]] εὕδῃσθα γλυκὺν [[ὕπνον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμούμαι]] τον ύπνο του θανάτου<br /><b>2.</b> [[κοπάζω]], [[παύω]], [[ησυχάζω]] (α. «ὄφρ' εὕδῃσι [[μένος]] Βορέαο» — για να πέσει η [[ορμή]] του Βοριά, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον νου ή την [[καρδιά]]) [[είμαι]] [[ήσυχος]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αναπαύομαι, [[είμαι]] [[αδρανής]] («Γοργίαν τε ἐάσομεν εὕδειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «εὕδοντι δ' αἱρεῖ [[κύρτος]]» — γι' αυτόν που κοιμάται ψαρεύει ο [[κύρτος]])<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «παλαιὰ γὰρ εὕδει [[χάρις]]»<br />(η [[ευεργεσία]] ξεχνιέται με το [[πέρασμα]] του χρόνου, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η ετυμολ. της λ. παρέχει δυσκολίες, για τις οποίες έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Σύμφωνα με την πιο εύλογη, ο τ. [[εύδω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>seu</i>-<i>d</i>- «[[κοιμάμαι]]» ([[πρβλ]]. γοτθ. <i>sutis</i> «[[ήσυχος]], [[πράος]]», λατ. <i>sudus</i> «[[ήρεμος]], [[πράος]]»). Εξίσου δυνατή [[είναι]] και η [[αναγωγή]] του τ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>seu</i>-<i>d</i>-, με την [[ίδια]] [[σημασία]]. Το ρ. ως απλό απαντά μόνο στον μέλλ. <i>ευδήσω</i>. Κανονικώς απαντά ως σύνθετο με την [[πρόθεση]] [[κατά]] ([[πρβλ]]. [[καθεύδω]]), [[μολονότι]] η ύπαρξη στην αττική διάλεκτο παραλλήλων τύπων <i>καθ</i>-<i>ηύδον</i> και <i>εκάθ</i>-<i>ευδον</i> δείχνει ότι εκλαμβανόταν και ως απλό. Στην [[ίδια]] διάλεκτο ο τ. σχημάτιζε αόρ. από το ρ. [[δαρθάνω]] ([[πρβλ]]. απρμφ. αορ. <i>καταδαρθείν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αντικαθεύδω</i>, [[αποκαθεύδω]], [[εγκαθεύδω]], [[εκκαθεύδω]], [[ενεύδω]], [[επικαθεύδω]], <i>εφεύδω</i>, [[καθεύδω]], <i>ορθοκαθεύδω</i>, [[παρακαθεύδω]], [[προκαθεύδω]], [[προσκαθεύδω]], [[συγκαθεύδω]], [[συνεύδω]], [[υπερκαθεύδω]], [[υποκαθεύδω]]].
}}
}}