Anonymous

κρασί: Difference between revisions

From LSJ
4,723 bytes added ,  13 October 2022
m
no edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ κρασίον και κρασίν και [[κρασί]])<br />αλκοολούχο [[ποτό]] που παρασκευάζεται [[κυρίως]] με [[ζύμωση]] του γλεύκους σταφυλιών, [[οίνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κρασί]] [[γιοματάρι]]» — [[κρασί]] από [[βαρέλι]] που [[μόλις]] ανοίχθηκε<br />β) «[[κρασί]] [[σώσμα]]» — [[κρασί]] από [[βαρέλι]] που κοντεύει να τελειώσει<br />γ) «καλά κρασιά» — λέγεται ως [[ευχή]] ή ως [[απάντηση]] σε κάποιον που λέει ασυναρτησίες<br />δ) «έβαλε [[νερό]]" στο [[κρασί]] του» — υποχώρησε, έγινε διαλλακτικό^<br />ε) «δεν μιλάει αυτός, μιλάει το [[κρασί]]» — λέγεται για κάποιον που έχει μεθύσει και φλυαρεί<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κρασί]] σέ [[πίνω]] για καλό και συ μέ πας στον τοίχο» ή «καλό [[κρασί]], [[κακό]] [[κεφάλι]]» — λέγεται γι' αυτούς που μεθούν και δεν ξέρουν τί κάνουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κρασίν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κρασίον</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρᾶσις]], με μεταπλασμό αναλογικό [[προς]] τα ουδέτερα οξύτονα [[πιεῖν]], [[φαγεῖν]], [[τυρίν]], <i>ψωμίν</i>, <i>τα</i> οποία έχουν ανάλογη [[χρήση]] και [[σημασία]] ([[πρβλ]]. και [[ἅλας]] (<i>τὸ</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>τοὺς [[ἅλας]], [[κατά]] τα ουδ. ουσ. τὸ [[ὄξος]], τὸ [[ἔλαιον]], τὸ [[πέπερι]]). Η λ. [[κρασί]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶσις]] «[[ανάμιξη]], [[ανάμιξη]] κρασιού με [[νερό]]») δήλωνε αρχικά τον οίνο που είχε αναμιχθεί με [[νερό]], τον «κεκραμένο οίνο», και αργότερα κατέληξε να σημαίνει και τον «άκρατο οίνο». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[κρασί]] προήλθε μεν από το ουσ. [[κρᾶσις]], όχι όμως με σημ. «[[ανάμιξη]] οίνου με [[νερό]]», [[αλλά]] με τη δευτερεύουσα στους βυζαντινούς χρόνους σημ. «[[μέτρο]] οίνου, ορισμένη [[ποσότητα]] οίνου», η οποία κατέληξε να σημαίνει [[κρασί]] ([[πρβλ]]. την ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της βυζαντινής λ. [[κρασοβόλι]](<i>ν</i>) από «[[ποτήρι]]» σε «[[κρασί]]»). Αυτή η [[άποψη]] δεν φαίνεται όμως πολύ πιθανή, [[διότι]] η [[ανάμιξη]] του οίνου δεν ήταν [[πάντα]] ορισμένη. Η λ. [[κρασί]](<i>ν</i>) σχηματίστηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους για να υποκαταστήσει τη λ. [[οἶνος]], πιθ. [[διότι]] η τελευταία αποτελούσε λ. θρησκευτικού λεξιλογίου, «[[λέξη]] [[ταμπού]]» ([[πρβλ]]. και [[ὕδωρ]]: [[νερό]]), δήλωνε δηλ. το αγιασμένο [[κρασί]], τη [[θεία]] [[κοινωνία]]. Η λ. [[οἶνος]] διατηρήθηκε [[μέχρι]] [[σήμερα]] [[κυρίως]] ως α' συνθετικό ([[πρβλ]]. λ. [[οινοποιία]]) [[καθώς]] και σε νεοελλ. διαλεκτικούς τ. ([[πρβλ]]. [[ποντ]]. <i>όιναρ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[κρασίτσιν]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρασάκι]], [[κρασάτος]], [[κρασώνομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρασάς]], [[κρασίλα]], [[κράσος]], [[κρασούρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[κρασοποτηράς]], <i>κρασοπωλείον</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρασοβόλι]](<i>ον</i>), [[κρασοπατέρας]], [[κρασοπινάς]], [[κρασοπούλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρασοβάρελο]], [[κρασοβρεξιά]], [[κρασοκανάτα]], [[κρασοκανάτας]], [[κρασοκατάνυξη]], [[κρασοκερνώ]], [[κρασολάσπη]], [[κρασομεθώ]], [[κρασόνερο]], [[κρασοπότηρο]], [[κρασοπότης]], [[κρασοπότι]], [[κρασοποτίζω]], [[κρασοπουλειό]], [[κρασοπουλώ]], [[κρασοστάφυλο]], [[κρασοσφούγγαρο]], [[κρασοτάσι]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>κουμαρόκρασο</i>, [[μηλόκρασο]], <i>ξιδόκρασο</i>, <i>ξινόκρασο</i>, <i>παλιόκρασο</i>, <i>σταφιδόκρασο</i>.
|mltxt=το (Μ [[κρασίον]] και [[κρασίν]] και [[κρασί]])<br />αλκοολούχο [[ποτό]] που παρασκευάζεται [[κυρίως]] με [[ζύμωση]] του γλεύκους σταφυλιών, [[οίνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κρασί]] [[γιοματάρι]]» — [[κρασί]] από [[βαρέλι]] που [[μόλις]] ανοίχθηκε<br />β) «[[κρασί]] [[σώσμα]]» — [[κρασί]] από [[βαρέλι]] που κοντεύει να τελειώσει<br />γ) «καλά κρασιά» — λέγεται ως [[ευχή]] ή ως [[απάντηση]] σε κάποιον που λέει ασυναρτησίες<br />δ) «έβαλε [[νερό]]" στο [[κρασί]] του» — υποχώρησε, έγινε διαλλακτικό^<br />ε) «δεν μιλάει αυτός, μιλάει το [[κρασί]]» — λέγεται για κάποιον που έχει μεθύσει και φλυαρεί<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κρασί]] σέ [[πίνω]] για καλό και συ μέ πας στον τοίχο» ή «καλό [[κρασί]], [[κακό]] [[κεφάλι]]» — λέγεται γι' αυτούς που μεθούν και δεν ξέρουν τί κάνουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κρασίν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κρασίον</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρᾶσις]], με μεταπλασμό αναλογικό [[προς]] τα ουδέτερα οξύτονα [[πιεῖν]], [[φαγεῖν]], [[τυρίν]], <i>ψωμίν</i>, <i>τα</i> οποία έχουν ανάλογη [[χρήση]] και [[σημασία]] ([[πρβλ]]. και [[ἅλας]] (<i>τὸ</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>τοὺς [[ἅλας]], [[κατά]] τα ουδ. ουσ. τὸ [[ὄξος]], τὸ [[ἔλαιον]], τὸ [[πέπερι]]). Η λ. [[κρασί]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶσις]] «[[ανάμιξη]], [[ανάμιξη]] κρασιού με [[νερό]]») δήλωνε αρχικά τον οίνο που είχε αναμιχθεί με [[νερό]], τον «κεκραμένο οίνο», και αργότερα κατέληξε να σημαίνει και τον «άκρατο οίνο». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[κρασί]] προήλθε μεν από το ουσ. [[κρᾶσις]], όχι όμως με σημ. «[[ανάμιξη]] οίνου με [[νερό]]», [[αλλά]] με τη δευτερεύουσα στους βυζαντινούς χρόνους σημ. «[[μέτρο]] οίνου, ορισμένη [[ποσότητα]] οίνου», η οποία κατέληξε να σημαίνει [[κρασί]] ([[πρβλ]]. την ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της βυζαντινής λ. [[κρασοβόλι]](<i>ν</i>) από «[[ποτήρι]]» σε «[[κρασί]]»). Αυτή η [[άποψη]] δεν φαίνεται όμως πολύ πιθανή, [[διότι]] η [[ανάμιξη]] του οίνου δεν ήταν [[πάντα]] ορισμένη. Η λ. [[κρασί]](<i>ν</i>) σχηματίστηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους για να υποκαταστήσει τη λ. [[οἶνος]], πιθ. [[διότι]] η τελευταία αποτελούσε λ. θρησκευτικού λεξιλογίου, «[[λέξη]] [[ταμπού]]» ([[πρβλ]]. και [[ὕδωρ]]: [[νερό]]), δήλωνε δηλ. το αγιασμένο [[κρασί]], τη [[θεία]] [[κοινωνία]]. Η λ. [[οἶνος]] διατηρήθηκε [[μέχρι]] [[σήμερα]] [[κυρίως]] ως α' συνθετικό ([[πρβλ]]. λ. [[οινοποιία]]) [[καθώς]] και σε νεοελλ. διαλεκτικούς τ. ([[πρβλ]]. [[ποντ]]. <i>όιναρ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[κρασίτσιν]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρασάκι]], [[κρασάτος]], [[κρασώνομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρασάς]], [[κρασίλα]], [[κράσος]], [[κρασούρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[κρασοποτηράς]], <i>κρασοπωλείον</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρασοβόλι]](<i>ον</i>), [[κρασοπατέρας]], [[κρασοπινάς]], [[κρασοπούλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρασοβάρελο]], [[κρασοβρεξιά]], [[κρασοκανάτα]], [[κρασοκανάτας]], [[κρασοκατάνυξη]], [[κρασοκερνώ]], [[κρασολάσπη]], [[κρασομεθώ]], [[κρασόνερο]], [[κρασοπότηρο]], [[κρασοπότης]], [[κρασοπότι]], [[κρασοποτίζω]], [[κρασοπουλειό]], [[κρασοπουλώ]], [[κρασοστάφυλο]], [[κρασοσφούγγαρο]], [[κρασοτάσι]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>κουμαρόκρασο</i>, [[μηλόκρασο]], <i>ξιδόκρασο</i>, <i>ξινόκρασο</i>, <i>παλιόκρασο</i>, <i>σταφιδόκρασο</i>.
}}
{{trml
|trtx=Afrikaans: wyn; Aghwan: 𐕔𐔼; Albanian: verë; Amharic: ወይን ጠጅ; Arabic: نَبِيذ‎, خَمْر‎, شَرَاب‎; Egyptian Arabic: نبيت‎, خمرة‎; Hijazi Arabic: خَمُر‎; Aragonese: vin; Aramaic: ܚܡܪܐ‎; Armenian: գինի; Old Armenian: գինի; Aromanian: yin; Assamese: সুৰা; Asturian: vinu; Avar: чагъир; Azerbaijani: şərab, çaxır; Bactrian: μολο; Bashkir: шарап; Basque: ardo; Belarusian: віно; Bengali: মদ, শরাব; Breton: gwin; Bulgarian: вино, вино; Burmese: ဝိုင်; Buryat: архи; Catalan: vi; Central Melanau: wain; Chechen: чагӏар; Chinese Cantonese: 葡萄酒; Dungan: путоҗю; Mandarin: 葡萄酒; Min Nan: 葡萄酒; Wu: 葡萄酒; Chuvash: эрех; Classical Nahuatl: vino; Coptic: ⲏⲣⲡ, ⲏⲗⲡ, ⲙⲣⲓⲥ; Cornish: gwin; Corsican: vinu; Crimean Tatar: şarap; Czech: víno; Dalmatian: ven, vain; Danish: vin; Dutch: [[wijn]]; Elfdalian: win; Esperanto: vino; Estonian: vein; Evenki: араки; Ewe: wein; Faliscan: vinu; Faroese: vín; Finnish: viini; French: [[vin]]; Middle French: vin; Old French: vin; Friulian: vin; Galician: viño; Georgian: ღვინო; German: [[Wein]]; Alemannic German: Wii, Win; Rhine Franconian: Woi; Gothic: 𐍅𐌴𐌹𐌽; Greek: [[κρασί]]; Aeolic: ϝοῖνος; Ancient Greek: [[οἶνος]], [[μέθυ]], [[κρασίον]]; Mycenaean: 𐀺𐀜, 𐂖; Greenlandic: viinni; Gujarati: વાઇન; Hattic: findu; Hawaiian: waina; Hebrew: יין \ יַיִן‎, חמר \ חֶמֶר‎; Hindi: शराब, वाइन, मदिरा; Hittite Hungarian: bor; Hunsrik: Wein; Hurrian: šuwali; Icelandic: vín, léttvín, víndrykkur; Ido: vino; Indonesian: anggur; Interlingua: vino; Irish: fíon; Old Irish: fín; Istriot: veîn; Istro-Romanian: vir; Italian: [[vino]]; Italiot Greek: crasì; Japanese: ワイン, 葡萄酒; Kabyle: ccṛab; Kaingang: vĩjũ; Kannada: ವೈನ್; Kashubian: wino; Kazakh: шарап; Khmer: ស្រាទំពាំងបាយជូរ, ស្រា; Komi-Permyak: вина; Korean: 포도주(葡萄酒), 와인; Kurdish Central Kurdish: بادە‎, مەی‎; Northern Kurdish: şerab, şorav, wîn, mey, bade; Kyrgyz: шарап; Lao: ແວງ; Latin: [[vinum]], [[merum]], [[Bacchi humor]]; Latvian: vīns; Laz: ღუინი; Lezgi: чехир; Limburgish: wien; Lithuanian: vynas; Lombard: vin; Low German German Low German: Wien; Luxembourgish: Wäin; Macedonian: вино; Malagasy: divay; Malay: wain, syarab, syarab; Malayalam: വീഞ്ഞ്; Maltese: inbid; Manx: feeyn; Maore Comorian: vinyo Maori: wāina; Marathi: ग्रेप वाईन; Megleno-Romanian: vin; Middle English: wyn; Mingrelian: ღვინი; Mongolian Cyrillic: дарс; Mòcheno: bai'; Nanai: араки; Navajo: wáán; Neapolitan: vvino; Norman: vîn; Northern Sami: viidni; Norwegian: vin; Occitan: vin; Ojibwe: mazhoominaaboo; Old Church Slavonic Cyrillic: вино; Old East Slavic: вино; Old English: wīn; Old Norse: vín; Old Prussian: wīns; Oriya: ମଦ; Oromo: waynii; Ossetian: сӕн; Pashto: می‎, شراب‎; Persian: می‎, شراب‎, باده‎; Plautdietsch: Wien; Polish: wino; Portuguese: [[vinho]]; Old Portuguese: vỹo; Punjabi: ਸ਼ਰਾਬ; Romani: mol; Romanian: vin; Romansch: vegn, vin; Russian: [[вино]]; Rusyn: вино; Sanskrit: सुरा, मदिरा; Sardinian: binu; Scottish Gaelic: fìon; Serbo-Croatian Cyrillic: вино; Roman: víno; Sicilian: vinu; Silesian: wino; Sinhalese: වයින්; Slovak: víno; Slovene: vino; Somali: khamri; Sorbian Lower Sorbian: wino; Upper Sorbian: wino; Sotho: vene; Spanish: [[vino]]; Sumerian: 𒃾; Swahili: divai, mvinyo; Swedish: vin; Tabasaran: чяхир; Tagalog: alak, bino; Tajik: шароб, май, вино, бода, мусаллас; Tamil: வைன்; Tatar: шәраб; Telugu: ద్రాక్ష సారాయి, ద్రాక్షాసవం; Tetum: tua, tua-uvas; Thai: เหล้าองุ่น, ไวน์; Tibetan: རྒུན་ཆང; Tigrinya: ነቢት, ወይኒ; Tocharian B: kuñi-mot; Turkish: şarap, sücü, çakır, mey; Turkmen: şerap, çakyr; Tuvan: арага; Udi: фи; Ugaritic: 𐎊𐎐; Ukrainian: вино; Umbrian: 𐌅𐌉𐌍𐌖; Urartian: ḫaluli; Urdu: شراب‎; Uyghur: ئۈزۈم ھارىقى‎, شاراب‎, بادە‎, ۋىنو‎; Uzbek: sharob, vino, may, boda; Venetian: vin; Vietnamese: rượu vàng, rượu vang; Volapük: vin; Võro: vein; Walloon: vén; Welsh: gwin; West Frisian: wyn; Yakut: вино, арыгы; Yiddish: ווײַן‎; Yoruba: wáìnì; Zulu: iwayini
}}
}}