Anonymous

λίαν: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[λίαν]], Α ιων. και επικ. τ. [[λίην]], Μ και λία)<br /><b>επίρρ.</b> πολύ, [[πάρα]] πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «[[λίην]] γὰρ μέγα εἶπες», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λίαν]] [[καλώς]]» — ο [[δεύτερος]] [[κατά]] [[σειρά]] αξίας [[μετά]] το «άριστα» [[βαθμός]] αξιολόγησης στα σχολεία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] [[μεταξύ]] άρθρου και προσδιοριζόμενου ονόματος με επιθετική [[χρήση]]) [[υπερβολικός]] («διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ουδ. άρθρ. ως ουσ.) τὸ [[λίαν]]<br />η [[υπερβολή]] («τὸ [[λίαν]] οὔτ' ἐκεῖν' ἐπῄνεσα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για μια [[αιτιατική]] πού χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά, όπως τα <i>δήν</i>, [[πλήν]]. Παραμένει αμφίβολο αν το θ. του τ. <i>λί</i>- [[είναι]] αρχικό ή αν αποτελεί συντετμημένη, εκφραστική λαϊκή [[μορφή]] του αρχικού θ. Κατ' άλλους, ο τ. συνδέεται με το αυξητικό [[μόριο]] <i>λα</i>-, <i>λαι</i>- ([[πρβλ]]. <i>λαι</i>-<i>σποδίας</i> «[[ακόλαστος]]») και το επίρρ. [[λέως]], [[λείως]] του επιθ. <i>λεῑος</i> ([[πρβλ]]. [[λεώλεθρος]], [[λεώλης]]), απόψεις που δεν φαίνονται πολύ πιθανές].
|mltxt=(AM [[λίαν]], Α ιων. και επικ. τ. [[λίην]], Μ και λία)<br /><b>επίρρ.</b> πολύ, [[πάρα]] πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «[[λίην]] γὰρ μέγα εἶπες», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λίαν]] [[καλώς]]» — ο [[δεύτερος]] [[κατά]] [[σειρά]] αξίας [[μετά]] το «άριστα» [[βαθμός]] αξιολόγησης στα σχολεία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] [[μεταξύ]] άρθρου και προσδιοριζόμενου ονόματος με επιθετική [[χρήση]]) [[υπερβολικός]] («διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ουδ. άρθρ. ως ουσ.) τὸ [[λίαν]]<br />η [[υπερβολή]] («τὸ [[λίαν]] οὔτ' ἐκεῖν' ἐπῄνεσα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για μια [[αιτιατική]] πού χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά, όπως τα <i>δήν</i>, [[πλήν]]. Παραμένει αμφίβολο αν το θ. του τ. <i>λί</i>- [[είναι]] αρχικό ή αν αποτελεί συντετμημένη, εκφραστική λαϊκή [[μορφή]] του αρχικού θ. Κατ' άλλους, ο τ. συνδέεται με το αυξητικό [[μόριο]] <i>λα</i>-, <i>λαι</i>- ([[πρβλ]]. <i>λαι</i>-<i>σποδίας</i> «[[ακόλαστος]]») και το επίρρ. [[λέως]], [[λείως]] του επιθ. <i>λεῖος</i> ([[πρβλ]]. [[λεώλεθρος]], [[λεώλης]]), απόψεις που δεν φαίνονται πολύ πιθανές].
}}
}}
{{lsm
{{lsm