3,251,373
edits
m (Text replacement - "periphr." to "periphrasis") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 73: | Line 73: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑM [[μετά]], Α και [[μέτα]], ποιητ. τ. [[μεταί]])<br />([[πρόθεση]])<br /><b>1.</b> όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) [[συνοδεία]], [[ομού]], [[μαζί]] με (α. «[[μετά]] τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ' ἐμοῦ, κατ' ἐμοῦ ἐστιν», ΚΔ)<br />β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει [[κάτι]] (α. «μίλησε [[μετά]] παρρησίας» β. «[[μετά]] φόβου θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» γ. «καὶ σώφρονες μετὰ ἀνδρείας καὶ | |mltxt=(ΑM [[μετά]], Α και [[μέτα]], ποιητ. τ. [[μεταί]])<br />([[πρόθεση]])<br /><b>1.</b> όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) [[συνοδεία]], [[ομού]], [[μαζί]] με (α. «[[μετά]] τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ' ἐμοῦ, κατ' ἐμοῦ ἐστιν», ΚΔ)<br />β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει [[κάτι]] (α. «μίλησε [[μετά]] παρρησίας» β. «[[μετά]] φόβου θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» γ. «καὶ σώφρονες μετὰ ἀνδρείας καὶ ἀνδρεῖοι μετὰ σωφροσύνης», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> όταν συντάσσεται με αιτ. δηλώνει: α) [[ακολουθία]] τοπική, ύστερα, [[έπειτα]] από (α. «το [[φαρμακείο]] [[είναι]] [[μετά]] τον δεύτερο δρόμο αριστερά» β. «μετὰ δὲ τὸν Χάραδρον ἐρείπια... πόλεώς ἐστιν Ἀργυρᾱς», <b>Παυσ.</b>)<br />β) [[ακολουθία]] χρονική, [[κατόπιν]], [[έπειτα]], ὕστερα από (α. «[[μετά]] Χριστόν» β. «μετ' [[ολίγον]]» γ. «[[μετά]] μεσημβρίαν» δ. «[[μετά]] [[τρίτον]] [[ἔτος]]», Θεοφρ.)<br />γ) [[ακολουθία]] [[κατά]] [[τάξη]] κάλλους, μεγέθους, δύναμης, αξιώματος κ.λπ. (α. «ο [[Γερμανός]] [[δρομέας]] ήλθε [[πρώτος]] [[μετά]] τον Έλληνα στον αγώνα τών 100 μέτρων» β. «[[κάλλιστος]] ἀνὴρ... τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />δ) [[σχέση]] [[μεταξύ]] αιτίας και αποτελέσματος («[[μετά]] από τόσες και τόσες απουσίες επόμενο ήταν να απορριφθεί»)<br /><b>3.</b> (απολύτως ως επίρρ.) [[κατόπιν]], ύστερα, [[έπειτα]] (α. «θα τά πούμε [[μετά]]» β. «[[πρόσθε]] μὲν ἱππῆες, μετὰ δὲ [[νέφος]] εἵπετο πεζῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) δηλώνει [[διαδοχή]] σε [[αξίωμα]], [[ασχολία]] κ.λπ. («[[μετά]] την [[πτώση]] της δικτατορίας επανήλθε η [[δημοκρατία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετά]] μένα», «[[μετά]] [[σένα]]» κ.λπ.<br />[[μαζί]] μου, [[μαζί]] σου κ.λπ.<br />β) «[[μόλις]] και [[μετά]] βίας» — με [[δυσκολία]]<br />γ) «[[μετά]] [[τιμής]]», «μεθ' υπολήψεως», «μετ' αγάπης» — τιμητική [[έκφραση]] σε επιστολές και έγγραφα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με αιτ.) με τη [[βοήθεια]] ή με τη [[συναίνεση]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. και δοτ.) στο [[μέσο]], [[μεταξύ]] (α. «μετὰ τῶν θεῶν διάγουσα», <b>Πλάτ.</b><br />β. «Ἕκτωρ ὃτὲ μέν τε μετὰ πρώτοισι φάνεσκεν, [[ἄλλοτε]] δ' ἐν πυμάτοισι κελεύων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) α) ενώπιον<br />β) [[προσέτι]], [[εκτός]] από («αὐτὰρ ἐγὼ [[πέμπτος]] μετὰ τοῖσιν ἐλέγμην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με αιτ.) α) στο [[μέσο]] πλήθους («ἵκοντο μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) σε [[αναζήτηση]] κάποιου προσώπου («ἔρχεο... μεθ' Ἕκτορα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) για κάποιο σκοπό («μετὰ στέφανον ἰών», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μετὰ τοῦ χρόνου» — με την πάροδο του χρόνου<br />β) «μεθ' ἡμέραν», «μετὰ νύκτας» — [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας, [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br />γ) «[[εἰμὶ]] [[μετά]] τινος» — [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου, [[είμαι]] [[υπερασπιστής]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>me</i>- «στο [[μέσο]]», ενώ το <i>ta</i> οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[κατά]] το [[κατά]] και συνδέεται πιθ. με αντίστοιχα στοιχεία της Γερμανικής ([[πρβλ]]. αρχ. ισλδ. <i>med</i>, γοτθ. <i>mip</i>, αγγλοσαξ. <i>mid</i>(<i>i</i>), αρχ. άνω γερμ. <i>mit</i>(<i>i</i>). Συνδέεται [[επίσης]] με κύρια ονόματα της Ιλλυρικής ([[πρβλ]]. <i>Metu</i>-<i>barbis</i> «[[ανάμεσα]] στους βάλτους», <i>Met</i>-<i>apa</i>, <i>Μετ</i>-<i>άπιοι</i>) και πιθ. με τα [[μέχρι]] και [[μέσος]]. Η λ. [[μετά]] μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>meta</i> και πιθ. στις σύνθετες λ. <i>metakekumena</i> ([[πρβλ]]. <i>χέω</i>) και <i>metakitita</i> ([[πρβλ]]. [[κτίζω]]). Η λ. [[μετά]] χρησιμοποιείται ως [[επίρρημα]], ως [[πρόθεση]] (συντασσόμενη με γενική, [[δοτική]] και αιτιατ.) και [[ευρέως]] εν συνθέσει (<b>βλ.</b> <i>μετ</i>[[α]]). Ως [[πρόθεση]] η [[μετά]] απαντά με τις μορφές <i>μετ</i>' [[πριν]] από ψιλούμενη (<i>μετ</i>' <i>ἀρετῆς</i>) και <i>μεθ</i>' [[πριν]] από δασυνόμενη λ. (<i>μεθ</i>' <i>ἡμῶν</i>). Ο [[ποιητικός]] τ. [[μεταί]] απαντά μόνο εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>μεται</i>-<i>βολία</i>) και αποτελεί αναλογικό σχηματισμό [[κατά]] τα [[καταί]], [[παραί]]. Η αρχική σημ. της πρόθεσης [[μετά]] [[είναι]] «[[μεταξύ]]», ενώ η σημ. «[[μαζί]]» (της πρόθεσης [[μετά]] <span style="color: red;">+</span> γενική) [[είναι]] μεταγενέστερη και χρησιμοποιείται παράλληλα με την [[πρόθεση]] <i>συν</i>, ενώ [[υστερογενής]] [[είναι]] και η χρονική σημ. ([[πρβλ]]. [[μετά]] ταύτα</i>). Ο τ. [[μέτα]] ως [[επίρρημα]] έχει τη σημ. «[[μεταξύ]], [[πίσω]]». Σε ορισμένες διαλέκτους ([[πρβλ]]. αιολ., δωρ. αρκαδ.), παράλληλα με την [[πρόθεση]] [[μετά]] χρησιμοποιείται η [[πρόθεση]] [[πεδά]]. Τέλος, η [[πρόθεση]] [[μετά]] εμφανίζεται και με τις μορφές <i>με</i> και [[ματά]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |