Anonymous

γείσο: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
(8)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το και γείσος, ο (AM γεῑσον, το και γεῑσος, το και γεῑσος ή γεῑσσος, ο)<br />το [[μέρος]] της στέγης που προεξέχει από τους τοίχους, [[μαρκίζα]], [[κορνίζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προεξοχή]] στρατιωτικού ή ναυτικού πηληκίου που σκιάζει το [[μέτωπο]], [[κεραμίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] της στέγης του ναού που στηρίζεται στον θριγκό ή ο [[ίδιος]] ο [[θριγκός]]<br /><b>2.</b> [[κράσπεδο]], [[παρυφή]] ενδύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, πιθ. [[δάνειο]] από την Καρική].
|mltxt=το και γείσος, ο (AM γεῖσον, το και γεῖσος, το και γεῖσος ή γεῖσσος, ο)<br />το [[μέρος]] της στέγης που προεξέχει από τους τοίχους, [[μαρκίζα]], [[κορνίζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προεξοχή]] στρατιωτικού ή ναυτικού πηληκίου που σκιάζει το [[μέτωπο]], [[κεραμίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] της στέγης του ναού που στηρίζεται στον θριγκό ή ο [[ίδιος]] ο [[θριγκός]]<br /><b>2.</b> [[κράσπεδο]], [[παρυφή]] ενδύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, πιθ. [[δάνειο]] από την Καρική].
}}
}}