3,273,446
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κόφινος]])<br />μεγάλο [[καλάθι]], [[κοφίνι]] («[[οὔπω]] | |mltxt=ο (Α [[κόφινος]])<br />μεγάλο [[καλάθι]], [[κοφίνι]] («[[οὔπω]] νοεῖτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς [[πέντε]] ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />βοιωτικό [[μέτρο]] χωρητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με τη [[σειρά]] της δανείστηκε η Λατινική ([[πρβλ]]. λατ. <i>cophinus</i>) και μέσω αυτής και άλλες ρομανικές [[αλλά]] και γερμανικές γλώσσες ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>couffin</i> «[[ζεμπίλι]]», αγγλ. <i>coffin</i> «[[φέρετρο]]», μσν. άνω γερμ. <i>Koffer</i> «[[κιβώτιο]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοφίνι]](<i>ον</i>), [[κοφινώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοφινίς]], [[κοφινώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κοφινοποιός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |