3,277,086
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (ΑΜ [[ξένος]], -η, -ον, Α επικ. και ιων. τ. ξεῖνος, -η, -ον, αιολ. τ. ξέννος, -η, -ον, δωρ. τ. θηλ. [[ξένα]])<br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από [[άλλη]] [[χώρα]], [[αλλοδαπός]] (α. «το [[νησί]] [[κάθε]] [[καλοκαίρι]] γεμίζει από ξένους» β. «[[ξένα]] προϊόντα» γ. «εὐδαιμονιζόμενος ὑπό τῶν πολιτῶν καὶ τῶν ἄλλων ξένων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άλλον ή [[είναι]] [[κτήμα]] άλλου, [[αλλότριος]] (α. «ξένες υποθέσεις» β. «[[ξένα]] πράγματα» γ. «ξένοι δόμοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[άγνοια]] για [[κάτι]] (α. «[[είμαι]] [[ξένος]] [[προς]] την [[υπόθεση]]» β. «ἁγὼ [[ξένος]] μὲν τοῦ λόγου τοῦδ' [[ἐξερῶ]], [[ξένος]] δὲ τοῦ πραχθέντος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ξένος]]<br />καλεσμένος, φιλοξενούμενος, [[μουσαφίρης]] (α. «έχουμε [[κάθε]] [[Κυριακή]] ξένους στο [[σπίτι]]» β. «ἵν' [[ὅμως]] τερπώμεθα πάντες, ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ξένη]]<br />η [[ξενιτιά]], η αλλοδαπή («ἐπὶ ξένης καταβιοῦν», Φιλόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε αλλοδαπούς («ξένες συνήθειες»)<br /><b>2.</b> [[άσχετος]], μη [[οικείος]], αυτός που δεν σχετίζεται με κάποιον ή με [[κάτι]] (α. «[[ξένο]] [[σώμα]]» β. «εμπιστεύεται τα [[μυστικά]] της σε ξένους ανθρώπους»)<br /><b>3.</b> [[άγνωστος]] («οι περισσότεροι που ήλθαν στη [[συνέλευση]] ήταν ξένοι για μένα»)<br /><b>4.</b> [[αδιάφορος]], [[ψυχρός]] («ήταν [[πάντα]] [[ξένος]] σε όλα τα προβλήματα μου»)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[ξένα]]<br />η [[ξενιτιά]], η αλλοδαπή («θα φύγω, θα ξενιτευθώ, θα πάω [[μακριά]] στα [[ξένα]]», Πολίτ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παράξενος]], [[αλλόκοτος]], [[ασυνήθιστος]] («πολλὰ τοιαῦτα [[ξένα]] καὶ ταῖς ὄψεσι καὶ ταῖς προσηγορίαις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[φίλος]] που φιλοξενείται, [[δηλαδή]] [[πολίτης]] άλλης πόλης με τον οποίο έχει [[κάποιος]] [[συνθήκη]] φιλοξενίας για τον εαυτό του και τους απογόνους του («ξεῖνοι δὲ... εὐχόμεθ' [[εἶναι]] ἐκ πατέρων φιλότητος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φιλοξενεί κάποιον<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[απροστάτευτος]] περιπλανώμενος ή [[πρόσφυγας]] τον οποίο ο [[καθένας]] είχε [[υποχρέωση]] να υπερασπίζεται και ο [[οποίος]] είχε ως προστάτη τον <i>ξένιο Δία</i><br /><b>4.</b> (στη [[Σπάρτη]]) ο [[βάρβαρος]]<br /><b>5.</b> αυτός που δουλεύει [[κοντά]] σε κάποιον με [[μισθό]], [[μισθωτός]]<br /><b>6.</b> [[στρατιώτης]] που υπηρετούσε σε [[άλλη]] [[πόλη]] με [[μισθό]], [[μισθοφόρος]] («καὶ | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (ΑΜ [[ξένος]], -η, -ον, Α επικ. και ιων. τ. ξεῖνος, -η, -ον, αιολ. τ. ξέννος, -η, -ον, δωρ. τ. θηλ. [[ξένα]])<br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από [[άλλη]] [[χώρα]], [[αλλοδαπός]] (α. «το [[νησί]] [[κάθε]] [[καλοκαίρι]] γεμίζει από ξένους» β. «[[ξένα]] προϊόντα» γ. «εὐδαιμονιζόμενος ὑπό τῶν πολιτῶν καὶ τῶν ἄλλων ξένων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άλλον ή [[είναι]] [[κτήμα]] άλλου, [[αλλότριος]] (α. «ξένες υποθέσεις» β. «[[ξένα]] πράγματα» γ. «ξένοι δόμοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[άγνοια]] για [[κάτι]] (α. «[[είμαι]] [[ξένος]] [[προς]] την [[υπόθεση]]» β. «ἁγὼ [[ξένος]] μὲν τοῦ λόγου τοῦδ' [[ἐξερῶ]], [[ξένος]] δὲ τοῦ πραχθέντος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ξένος]]<br />καλεσμένος, φιλοξενούμενος, [[μουσαφίρης]] (α. «έχουμε [[κάθε]] [[Κυριακή]] ξένους στο [[σπίτι]]» β. «ἵν' [[ὅμως]] τερπώμεθα πάντες, ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ξένη]]<br />η [[ξενιτιά]], η αλλοδαπή («ἐπὶ ξένης καταβιοῦν», Φιλόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε αλλοδαπούς («ξένες συνήθειες»)<br /><b>2.</b> [[άσχετος]], μη [[οικείος]], αυτός που δεν σχετίζεται με κάποιον ή με [[κάτι]] (α. «[[ξένο]] [[σώμα]]» β. «εμπιστεύεται τα [[μυστικά]] της σε ξένους ανθρώπους»)<br /><b>3.</b> [[άγνωστος]] («οι περισσότεροι που ήλθαν στη [[συνέλευση]] ήταν ξένοι για μένα»)<br /><b>4.</b> [[αδιάφορος]], [[ψυχρός]] («ήταν [[πάντα]] [[ξένος]] σε όλα τα προβλήματα μου»)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[ξένα]]<br />η [[ξενιτιά]], η αλλοδαπή («θα φύγω, θα ξενιτευθώ, θα πάω [[μακριά]] στα [[ξένα]]», Πολίτ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παράξενος]], [[αλλόκοτος]], [[ασυνήθιστος]] («πολλὰ τοιαῦτα [[ξένα]] καὶ ταῖς ὄψεσι καὶ ταῖς προσηγορίαις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[φίλος]] που φιλοξενείται, [[δηλαδή]] [[πολίτης]] άλλης πόλης με τον οποίο έχει [[κάποιος]] [[συνθήκη]] φιλοξενίας για τον εαυτό του και τους απογόνους του («ξεῖνοι δὲ... εὐχόμεθ' [[εἶναι]] ἐκ πατέρων φιλότητος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φιλοξενεί κάποιον<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[απροστάτευτος]] περιπλανώμενος ή [[πρόσφυγας]] τον οποίο ο [[καθένας]] είχε [[υποχρέωση]] να υπερασπίζεται και ο [[οποίος]] είχε ως προστάτη τον <i>ξένιο Δία</i><br /><b>4.</b> (στη [[Σπάρτη]]) ο [[βάρβαρος]]<br /><b>5.</b> αυτός που δουλεύει [[κοντά]] σε κάποιον με [[μισθό]], [[μισθωτός]]<br /><b>6.</b> [[στρατιώτης]] που υπηρετούσε σε [[άλλη]] [[πόλη]] με [[μισθό]], [[μισθοφόρος]] («καὶ αἰτεῖ αὐτὸν εἰς δισχιλίους ξένους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[σύμμαχος]]<br /><b>8.</b> (ως κλητ. [[προσφώνηση]]) ὦ <i>ξεῖνε</i><br />φίλε μου, αγαπητέ μου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ξένως]] (Α)<br /><b>1.</b> με ασυνήθιστο, με [[παράδοξο]] τρόπο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ξένως]] ἔχω τῆς [[ἐνθάδε]] λέξεως» — [[είμαι]] [[άπειρος]] με αυτόν τον τρόπο έκφρασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθ. [[ξένος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξένFοs</i>) συνδέεται σημασιολογικά με τα: γοτθ. <i>gasts</i> «φιλοξενούμενος» και «φιλοξενών» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>guest</i>), αρχ. σλαβ. <i>gosti</i> και λατ. <i>hosp</i><i>ē</i><i>s</i>, [[αλλά]], [[παρά]] τη σημασιολογική [[συγγένεια]] τών τ., μορφολογικά κριτήρια δυσχεραίνουν την ανεπιφύλακτη ετυμολογική [[σύνδεση]] τους. Στην αττική διάλεκτο η σίγηση του -<i>F</i>- από το [[σύμπλεγμα]] <i>νF</i>- γίνεται [[χωρίς]] [[αντέκταση]] (<i>ξενFos</i>, > [[ξένος]]), ενώ στην ιων. η [[αντέκταση]] δίνει -<i>ει</i>- ([[ξείνος]]) και στη δωρ, -<i>η</i>- (<i>ξῆνος</i>). Η αρχική σημ. της λ. [[ξένος]] ήταν</i> «φιλοξενούμενος» και «φιλοξενών», με την [[έννοια]] του πολίτη άλλης πόλης με τον οποίο συνάπτει [[κάποιος]] [[συνθήκη]] φιλοξενίας (<b>πρβλ.</b> τη σημ. του [[φίλος]]), που επικυρώνεται με αμοιβαία [[ανταλλαγή]] δώρων για τον εαυτό του και τους απογόνους του. Έτσι η σημ. της λ. [[ξένος]] αποδίδεται και σ' αυτόν που φιλοξενεί και σ' αυτόν που φιλοξενείται. Στη [[συνέχεια]], πιθ. λόγω του φιλοξενούμενου προσώπου που ήταν [[πολίτης]] άλλης πόλης, η [[λέξη]] έλαβε τη σημ. «[[αλλοεθνής]], [[αλλότριος]]» και στη στρατιωτική [[ορολογία]] τη σημ. «[[μισθοφόρος]]» και «[[σύμμαχος]]» λόγω φιλίας από [[φιλοξενία]]. Στη Νεοελληνική το [[επίθετο]] χρησιμοποιείται και με τη σημ. «[[άσχετος]], μη [[οικείος]], [[αδιάφορος]], [[ψυχρός]]». Το επίθ., [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>ξεν</i>(<i>ο</i>)- σε μεγάλο αριθμό συνθ. όλων τών περιόδων της Ελληνικής.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ξενία]], [[ξενίζω]], [[ξενικός]], [[ξενιτεύομαι]], [[ξενών]](<i>ας</i>), [[ξενώ]](-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξενίδιον]], [[ξένιος]], [[ξενίς]], [[ξενόεις]], [[ξενοσύνη]], [[ξενύδριον]], [[ξενύλλιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ξενάλια]], [[ξενιάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ξεναγέτης]], [[ξεναγός]], [[ξενηλατώ]], [[ξενοδόχος]], [[ξενοκρατούμαι]], [[ξενομανής]], [[ξενοπρεπής]], [[ξενόφιλος]], [[ξενόφωνος]]·, <b>αρχ.</b> [[ξεναγωγός]], [[ξεναπάτης]], [[ξενηδόκος]], [[ξενηλόγιον]], [[ξενοβόρος]], [[ξενοδαΐκτης]], [[ξενοδαίτης]], [[ξενοδίκαι]], [[ξενοδόκος]], [[ξενοδώτης]], [[ξενοθάνατος]], [[ξενόθηλυς]], [[ξενοθρέπτης]], [[ξενοκαδής]], [[ξενοκρίτης]], [[ξενοκτόνος]], [[ξενολεκτώ]], [[ξενολόγος]], [[ξενοπαγής]], [[ξενοπαθώ]], [[ξενοπρόσωπος]], [[ξενορρυής]], [[ξενοσσόος]], [[ξενόστασις]], [[ξενόστομος]], [[ξενότιμος]], [[ξενοτόκος]], [[ξενοφόνος]], [[ξενοφύλαξ]], [[ξενοχαρής]], [[ξενώνυμος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ξενήκουστος]], [[ξενοθυτώ]], [[ξενοπολίτης]], [[ξενοτάφιον]], [[ξενοτρόφος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ξενοδεκτώ]], [[ξενοκομείον]], [[ξενοκουρίτης]], [[ξενοποικιλόπτερος]], [[ξενόπτερος]], [[ξενόσπορος]], [[ξενότελος]], [[ξενουργώ]], [[ξενοφυής]], [[ξενοχειροτόνητος]],<br />[[ξενόχροος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ξενότροπος]], [[ξενοφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξενοβλάστες]], [[ξενογαμία]], [[ξενογένεση]], [[ξενόγλωσσος]], [[ξενοδιαγνωστική]], [[ξενοδουλεύω]], [[ξενόδουλος]], [[ξενοθάβομαι]], [[ξενοκίνητος]], [[ξενοκληρία]], [[ξενοκοιμάμαι]]> [[ξενοκρατία]], [[ξενολάτρης]], [[ξενολόγημα]], [[ξενομερίτης]], [[ξενόμορφος]], [[ξενοπαρασιτισμός]], [[ξενοπλανημένος]], [[ξενοπλαστικός]], [[ξενοπλένω]], [[ξενόπους]], <i>ξενοπτερύγιο</i>, [[ξενοράβω]], [[ξενόρρυγχος]], <i>ξενοτροπία</i>, [[ξενόφερτος]], [[ξενοφιλεύω]], <i>ξενοφοδία</i>, <i>ξενόφοδος</i>. (Β συνθετικό) [[άξενος]], [[απόξενος]], [[αφιλόξενος]], [[μισόξενος]], [[παράξενος]],<br />[[πρόξενος]], [[φιλόξενος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλιτόξενος]], [[απρόξενος]], [[αστόξενος]], <i>αστύξενος</i>, [[διειρωνόξενος]], [[δορύξενος]], [[δύσξενος]], [[εθελοπρόξενος]], [[επίξενος]], [[εύξενος]], [[εχθρόξενος]], [[θεμίξενος]], [[ιδιόξενος]], [[ισοπρόξενος]], [[κακόξενος]], [[μητρόξενος]], [[πάγξενος]], [[πολύξενος]], [[φυγόξενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντιπρόξενος]], <i>αρχιπρόξενος</i>, [[γεροπαράξενος]], [[πεντάξενος]], [[τερμιτόξενος]], [[υποπρόξενος]]].<br /> <b>(II)</b><br />ο<br /><b>εντομολ.</b> ο τρύγγος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>xenos</i> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |